Vincent SV-200 & CD-200 Υβριδικός Ενισχυτής (+DAC) & Υβριδικό CD-Player [Δοκιμή]
Μαθήματα μουσικότητας με Γερμανική υπογραφή σχεδίασης.
Η γερμανική Vincent πρωτοεμφανίσθηκε το 1995 ως εμπορικό σήμα από την Sintron Distribution GmbH στο Iffezheim και από την ίδρυσή της συνεχώς παράγει και εξελίσσει περαιτέρω προσιτά μοντέλα υψηλής ηχητικής αισθητικής. Η τεχνογνωσία του κατασκευαστή εγγυάται μιας πολύ ποιοτικής κατασκευής καθώς και ασφαλή μαζική παραγωγή στην Άπω Ανατολή – ανώτερης κλάσης εξαρτήματα και ποιοτικά σασί οδηγούν προς μια πάρα πολύ καλή αξία στα ζητούμενα χρήματα κάθε μοντέλου. Η σχεδίαση και ηχητική στόχευση των Vincent γίνεται αποκλειστικά στη Γερμανία.
Με συνεχή προσήλωση στη πλευρά των high fidelity home audio 2-καναλιών συγκεντρώνεται σε δύο επίσης ηχητικές “σχολές”. Από τη μία πλευρά λοιπόν στην γκάμα της, υπάρχουν τα προϊόντα solid-state (στερεάς) κατάστασης – εξοπλισμός που βασίζεται αποκλειστικά στην τεχνολογία τρανζίστορ. Τα προϊόντα της σειράς solidLine είναι ένα παράδειγμα που αξίζει να αναφερθεί. Έχουν έναν ιδιαίτερα ακριβή, αναλυτικό και δυναμικό χαρακτήρα. Η άλλη πλευρά της Vincent με την οποία γνωριστήκαμε και ασχολούμαστε σήμερα, είναι η υβριδική: Συσκευές που είναι εν μέρει, σε ένα πρώτο στάδιο, εξοπλισμένες με λυχνίες ώστε να δίνουν στον ήχο τον ζεστό “χαρακτήρα λυχνίας”, αλλά χρησιμοποιούν στα ενισχυτικά τρανζίστορς στο τελικό στάδιο. H ηχητική ταυτότητα που πρεσβεύει η Vincent είναι κυρίως ο αέρινος και ατμοσφαιρικός ήχος, με τις υβριδικές προτάσεις της να διαθέτουν την δική τους γοητεία χάρη στην συνύπαρξη φυσικά των λυχνιών, όπου προσθέτουν μια ιδιαίτερη θερμότητα στον ήχο.
Ας δούμε τα δύο μοντέλα των ακροάσεων και χώρια, αλλά και μαζί.
Στην αγορά που προσεγγίζει την ανώτερη πιστότητα ήχου, καμία άλλη δεκαετία δεν υπήρχαν τόσα πολλά προϊόντα και μάλιστα τόσο εξειδικευμένα (αλλά πλέον και εξελιγμένα) για κάθε τσέπη αλλά και ντεκόρ, για κάθε ακουστικό γούστο και προτιμήσεις. Στο κοινό των μουσικόφιλων που απευθύνεται το CD-200 αποτελεί σήμερα μια όντως ψαγμένη και πολύ, πολύ ώριμη ηχητικά ψηφιακή πηγή compact disk. Η όψη του δεν αποσκοπεί στον πρόσκαιρο εντυπωσιασμό ενός ‘περιτυλίγματος’ στην κατηγορία των χιλίων -περίπου- ευρώ, το σασί του είναι απλά ποιοτικό. Περισσότερο εντυπωσιακή είναι η ποιότητα του μεταλλικού τηλεχειριστηρίου που το συνοδεύει και πάνω από όλα, η καλλιεργημένη ηχητική φύση του. Στα σύντομα τεχνικά, η Vincent έχει επιλέξει εδώ το chip-set κονβέρτορα 24 bit / 192 kHz της Burr-Brown έκδοση PCM176 με voltage εξόδου τα 2.5 V & δείκτη σήματος προς θόρυβο > 93 dB. Έχει ενσωματώσει επίσης και μια είσοδο προς ενίσχυση ακουστικών, όπου βρίσκεται ακριβώς κάτω από το ποτενσιόμετρο στάθμης τους. Το μοντέλο διαθέτει ένα warm-up στάδιο εκκίνησης της (μίας) λυχνίας που ενσωματώνει, δηλαδή την 6N2, ώστε να της προσφέρει έτσι και μακροζωία. Η χρονομέτρηση κατά την ‘εκκίνηση-ζέσταμα’ του CD-200 που δεν ξεπερνά τα πενήντα δεύτερα, διαθέτει και ενδεικτική λυχνία στην πρόσοψη που όταν ανάψει η συσκευή είναι πανέτοιμη για να παίξει τα αγαπημένα σας δισκάκια. Το μοντέλο ζυγίζει κοντά στα τέσσερα κιλά και μπορείτε να το παραγγείλετε σε ασημένιο ή μαύρο σασί. Ερχόμενοι στην κατανάλωση ρεύματος της συσκευής αυτή ανέρχεται στα 25 Watt σε πλήρη λειτουργία. Τα υπόλοιπα τα βλέπετε στην άνω φώτο και είναι τα ευρύτερα γνωστά πλήκτρα on/off και όσα αφορούν ένα cd-transport. Τέλος, ένα πληρέστατο manual σε τρεις γλώσσες (Γερμανικά, Αγγλικά & Γαλλικά) θα σας λύσει κάθε άλλη μικρή ή μεγαλύτερη απορία.
Στα πιο ουσιαστικά τώρα, ο ήχος του CD-200 Hybrid Tube Line παρουσιάζεται εξ’ αρχής πολύ ώριμος και χορταστικός σε σώμα, ιδιαίτερα τρισδιάστατος και ευγενικός. Από τα πρώτα μουσικά περάσματα, διαθέτει ευρεία στερεοφωνική εικόνα, καλή εστίαση και διακριτότητα ανάμεσα στα όργανα. Εντυπωσιακή στην κατηγορία τιμής, η πολύ καλή έκταση του κάτω φάσματος, με χαμηλές ογκώδεις μα καθαρές, πρίμα που σημειώσαμε κατά κάτι λιγότερο αναλυτικά σε σχέση με διπλάσιας αξίας ψηφιακούς μετατροπείς όπου διαθέτουμε, μα απολύτως ευγενικά και βελούδινα. Η ζεστασιά και εκφραστικότητα όμως στις μεσαίες συχνοτικές σηματοδοτεί την ύπαρξη κάποιας λυχνίας, όπως εδώ, που φαίνεται να κάνει στοχευμένα την δουλειά της και όχι να βρίσκεται εκεί κυρίως για ντεκόρ (όπως δυστυχώς σε μερικές οικονομικότερες ή κοντινές ανταγωνιστικές προτάσεις που συναντήσαμε) .
Μάλιστα, διαφορά περιγραφικότητας σε σχέση με τα μη λαμπάτα cd-players κοντινής αξίας (για παράδειγμα φέραμε και το προσιτό της Marantz CD6007) διαπιστώνεται κυρίως στην εικόνα και στη διάσταση της μουσικής σκηνής, όπου με το Vincent ήταν σαφώς μεγαλύτερη. Ικανοποιεί με τις επιδόσεις ως προς την διαφάνεια, παρά το γεγονός ότι έχουμε ακούσει και αναλυτικότερες (μαζί και πιο λεπτόηχες, όμως) ψηφιακές πηγές στα περίπου χίλια ευρώ. Για rock & jazz παραγωγές, διέθετε και όσο αέρα στις υψηλές θα απαιτούσαμε -οι περισσότεροι στο budget- και κυρίως τον “μεγάλο” ήχο του που κερδίζει εύκολα φίλους. Ένα ποσοστό της επιτυχίας του υβριδικού CD-200 μπορεί να αποδοθεί επίσης στην προσεγμένη τροφοδοσία και σχεδίαση σταδίου λυχνίας. Στην πράξη είναι εξαιρετικά ήσυχο, προσφέροντας το ιδανικό φόντο για τη μουσική. Θα εντυπωσιάσει πάντως λιγότερο όσους ψάχνουν ‘ταχύτητα’, μεγάλες δυναμικές ατάκες και πιο μπροστόβαρη παρουσία των ηχογραφημάτων. Η ήρεμη ψυχή του, άρα και μια μικρή απόσταση από τις καλύτερες μακροδυναμικές επιδόσεις της κατηγορίας του, αναρτά την συγκεκριμένη πηγή ψηλά στην λίστα ικανοποιήσης των πιο απαιτητικών ακροατών που κυνηγούν περισσότερο θέματα φυσικότητας χροιών και αποφυγή επιθετικότητας στις υψηλές περιοχές. Iδιαίτερα όσους είναι φίλοι των ακουστικών σχημάτων, της ορχηστρικής μουσικής όπως φυσικά και συλλέκτες jazz/rock/ethnic compact disk. Και το cd-transport συντελεί στην γενική “ησυχία” , μιας που δεν ακούμε έντονα κλικ ή θορύβους κατά την κίνηση από τρακ σε τρακ, μια ατέλεια που υπάρχει ακόμη και σε πολλαπλάσιας τιμής cd-players.
Συμπέρασμα για το Vincent CD-200.
Όσον αφορά τον ηχητικό χαρακτήρα, θα ικανοποιήσει μέχρις ενθουσιασμού όσους αναζητούν ένα cd-player με μια ‘κλασσική’ λαμπάτη άποψη. Αποτελεί από τα πιο άρτια και διαχρονικά παραδείγματα αναλογικής «προσέγγισης» μιας ψηφιακής ανάγνωσης, ανοίγοντας για τα καλά την πόρτα μιας πιο φυσικής έκφρασης στους πολλούς που κινούνται στην τωρινή οικονομική προς μεσαία κατηγορία. Πρόκειται για ενδιαφέρουσα πρόταση από κάθε άποψη που πρέπει να ανακαλύψετε και δυστυχώς από μόνη της δεν το ΄φωνάζει’. Η μεσαία και άνω περιοχή του CD-200 μεταμορφώνει, εφόσον βέβαια υπάρχει η ανάγκη και το γούστο, ένα σύστημα που διαθέτει κάποιον οικονομικό ενισχυτή και ηχείο σε ένα υψηλότερης ποιότητας, προσφέροντας με την παρουσία του μέγεθος, ανώτερη πιστότητα τόσο στις φωνές όσο και στα όργανα. Δεν υπάρχουν ενοχλητικές «αιχμές» ούτε στις μεσαίες ούτε στις υψηλές συχνότητες, που εμφανίζονται αρκούντως ευκίνητες αλλά λιγότερο αναλυτικές σε σχέση με τον ανταγωνισμό. Ναι, το CD-200 σε σύστημα δοκιμής μας συνολικής αξίας (περίπου) 5.000 ευρώ έφερε σε δύσκολη στιγμή τους συνακροατές μας. Στην δυσκολία να υποθέσουν πόσο μπορεί να κοστίζει αυτή η ψηφιακή πηγή. Κάποιοι υπέδειξαν τα διπλάσια χρήματα και περισσότερα – αυτό από μόνο του αρκεί.
Ένα ακόμη ‘γλυκό’ της λαμπάτης πλευράς Vincent ξεπακετάραμε και περιγράφουμε εδώ, τον ολοκληρωμένο υβριδικό SV-200 ενισχυτή. Θα αναφέρουμε στην συνέχεια εντυπώσεις μας από τα ακούσματα μόνον του SV-200 (όχι σε συνδυασμό με το CD-200) και στο τέλος του άρθρου μας πως ακούγονται τα δύο αυτά μοντέλα μαζί. Από τα πρώτα λεπτά οδήγησης των ηχείων της ProAc (παλαιότερης σειράς Studio & Response) αλλά και εναλλάξ των τεράστιων Klipschorns με τον υβριδικό ενισχυτή (στρωμένο κατά περίπου εκατό ώρες), που είναι και ο πιο προσιτός της, γίνεται φανερό ότι και πάλι υπάρχει ώριμος, αισθησιακός ήχος στο επίπεδο Vincent των χαμηλής ισχύος (στην περίπτωση 2 x 25 watt σε 8Ω ή 2 x 35 watt σε 4Ω φορτίο). Στα περισσότερα προγράμματα μας αντικατοπτρίζει ξανά την καλλιέργεια και την επιμονή της εταιρείας για δεδομένη υπέρβαση στα χρήματα. Οφείλουμε να σταθούμε σε μερικά από τα τεχνικά, όπως για παράδειγμα η ύπαρξη ενδεικτικού led warm-up στην πρόσοψη (βλέπε και στο cd-player) που πληροφορεί πως οι λυχνίες ζεστάθηκαν και ο ενισχυτής είναι σε ετοιμότητα να ψυχαγωγήσει όπως καλύτερα μπορεί. Επίσης, το πλήκτρο loudness που καιρό είχαμε να δούμε (εκτός από τους προσιτούς Yamaha και μερικούς ακόμη ολοκληρωμένους σε τρέχοντα μοντέλα) το οποίο ενεργοποιεί και τονώνει τα πρίμα & μπάσα δίνοντας έτσι μια αίσθηση δυναμισμού και ‘ζωντάνιας’ ακόμη και σε χαμηλή ένταση ακροάσεων. Αισθητική πινελιά που πάντοτε μας άρεσε, να φαίνονται (η καλύτερα να φωτίζονται και επιπλέον) οι λυχνίες όπως εδώ στην πρόσοψη, παρά να κρύβονται μέσα στο σασί. Το μοντέλο ζυγίζει περίπου πέντε κιλά και ενσωματώνει ψηφιακό μετατροπέα βασισμένο σε chip-set της Burr-Brown με δυνατότητα αποκωδικοποίησης αρχείων WAV, FLAC, APE, LPCM, MP3, ACC, AC3 και WMA.
Η ηχητική ποιότητα του SV-200 πράγματι σπανίζει κόντρα στον κοντινό ανταγωνισμό. Η Vincent έχει στοχεύσει και όσους ακροατές χρησιμοποιούν συχνά media players ή streamers, έτσι και έχει σχεδιάσει τον συγκεκριμένο υβριδικό ολοκληρωμένο με σαφήνεια καθώς και ενσωματώνει ένα πολύ “μουσικό” ψηφιακό μετατροπέα εντός. Ο ήχος τόσο με εξωτερικά cd-transports & streamers (ως το χιλιάρικο, βλέπε iFi, Pro-Ject Audio κ.α.) όσο και με ακριβότερες πηγές είναι σταθερά ικανοποιητικά δυναμικός και καθαρός, οι στάθμες είναι επαρκείς για έναν μικρό έως μεσαίο χώρο με κάποιο εύκολο ζεύγος ηχείων, ενώ η ακρόαση παραμένει ξεκούραστη και ευχάριστη. Δεν βαρεθήκαμε μαζί του, διότι ο ενισχυτής κατέχει πάρα πολύ καλά τον ρυθμό και ζωντανεύει εύκολα μια ηχογράφηση. Να σημειώσουμε ότι σε χαμηλές εντάσεις ακούγαμε με το κύκλωμα loudness στο ‘on’ ενώ σε μεσαίες-υψηλότερες χωρίς την εφαρμογή του. Αν και συνήθως τα ηχεία είναι το αδύναμο σημείο σε ολοκληρωμένους των είκοσι-τριάντα watt (κάτι που ισχύει και εδώ), τα ηχεία της Triangle & ProAc -τουλάχιστον ζεύγη που έχουμε από το παρελθόν- κάνουν καλό ταίρι, όπως φυσικά και τα πιο ευκολοδήγητα προσιτά δαπέδου της Klipsch (έως και τα θηρία Klipschorn των δοκιμών μας, που βλέπουν τον ενισχυτή αυτόν ως λιοντάρι !). Κατά τη διάρκεια της δοκιμής λοιπόν, δεν παρουσιάστηκαν έντονοι χρωματισμοί και μεγάλα προβλήματα έλλειψης ισχύος. Από μόνος του ο SV-200 μπορεί να προσφέρει φυσικότητα στις πολύ κρίσιμες μεσαίες & υψηλές συχνότητες και να αποφύγει σημαντικά τονικά λάθη. Παίζει πρώτη κατηγορία με το ταμπεραμέντο του, την ικανότητα μιας πιο ζωντανής παρουσίας των μουσικών στον χώρο ενώ μαζί με τον πλούτο υφής που προσφέρει μας κάρφωσε στις θέσεις μας όσο ήταν ανοικτός. Ο ήχος κερδίζει την προσοχή μας με την αξία του. Δεν μας έστειλε στα ουράνια με τις δυναμικές ικανότητες του ή με μια καθηγητική απόδοση μεσαίας και άνω περιοχής. Οκ, δεν θέλει (ούτε μπορεί) να συγκριθεί με έναν κατά τέσσερις φορές ακριβότερο και καθαρά λαμπάτο (ΚΤ88 λυχνιών) push-pull πιο δίπλα στο rack. Μπορεί όμως να εξοστρακίσει κυριολεκτικά αρκετά εισαγωγικά και …βάλε μοντέλα στην σκάλα μιας ανταγωνιστικής γκάμας, τουλάχιστον από δύο μεγάλους κατασκευαστές στον χώρο (δεν λέμε ονόματα, μην επιμένετε). Έδεσε εξαιρετικά με τις περισσότερες ψηφιακές πηγές μας αλλά ιδίως με τα πικάπ μας Pro-Ject Audio μοντέλο X2 & Pro-Ject Audio μοντέλο Debut Carbon EVO εξοπλισμένα, για να παραμείνουμε ‘λογικοί’, με κεφαλές κινητού μαγνήτη (στο ρόλο του phono-stage κεφαλών [MM] το Σουηδικό Lejonklou Slipsik 7 edition). Σημαντικότατο, δεν υπερβάλλει στις χαμηλές συχνότητες, κάτι που κρατά ευχάριστα και γεμάτα στα μουσικά δρομολόγια, χωρίς να προσπαθεί να βαρύνει ανεπιτυχώς ώστε να αποδώσει τις κατώτερες οκτάβες ξεφεύγοντας τελικά ‘εκτός εαυτού’.
Συμπέρασμα για το Vincent SV-200.
Συνολικό Συμπέρασμα (SV-200 & CD-200).
Ως συνδυασμός είναι υποδειγματικά μελετημένος, δεν περιμέναμε πράγματα στην τύχη από μια Γερμανική ομάδα επιμέλειας και σχεδίασης . Τα CD-200 & SV-200 μπορούν εύκολα να αποτελέσουν μια εξαιρετική αρχή (και ίσως το τέλος) για μελλοντική αναβάθμιση ενός συστήματος, με την σταθερή αξιόλογων ηχείων και καλωδιώσεων (συν ενός φίλτρου AC ρεύματος που όσο πάει γίνεται και πιο αναγκαίο). Μπορούν ακόμη καλύτερα να ανοίξουν τον δρόμο της μουσικής απόλαυσης ως μια πρώτη αξιόλογη αγορά. Το δίδυμο απέδωσε μαζί πολύ καλή άρθρωση στις χαμηλές συχνότητες, επέδειξε ανάστημα σε απαιτητικά μουσικά έργα ενώ έφερε στο χώρο πειστικές παρουσίες ειδώλων. Με μέγεθος αλλά όμως και ρυθμική συνέπεια. Αυτό σημαίνει ότι μπορείτε να βελτιώσετε το σύστημά σας στο μέλλον αγοράζοντας άφοβα, πρώτα τον ενισχυτή και σε δεύτερο χρόνο ή μαζί το εξαιρετικό cd-player (αν λέει το “πρέπει” η cd-δισκοθήκη σας). Ο Vincent SV-200 αποδείχθηκε απόλυτα ικανός να οδηγήσει τα δικά μας δίδρομα και δυόμιση δρόμων ηχεία, τα οποία είναι υψηλής ποιότητας (ευαισθησία από 87.5dB αλλά εύκολα ως φορτίο και τιμή πολλαπλάσια του SV-200). Ως έχουν σχεδιαστεί φυσικά με νόημα συνύπαρξης, μαζί με το cd-player θα λάβετε διάφανο και ανοιχτό αποτέλεσμα με την υφή και οργανική άποψη των λυχνιών στην προενίσχυση, χωρίς υπερβολικό χρωματικό χαρακτήρα ή βαρετές θαμπάδες. Πάρα πολλά τα σετ που έχουμε ακούσει κοντά σ΄ αυτό το ύψος των χρημάτων, τέτοια αίσθηση περιγραφής των χώρων και ισορροπίες δεν βρίσκεις όμως, αν δεν ψάξεις επίσης πολύ. Αν και φορές το σετ αναδεικνύει λεπτομέρειες με τρόπο που χαρακτηρίζει την πιο laid-back άποψη, αυτό ευχαρίστησε όλους μας. Το ταίριασμα των CD-200 & SV-200 ενδεικνύεται σε όσους ζητάνε μια πιο μεγάλη και τρισδιάστατη απεικόνιση των μουσικών και της σκηνής από το μέσο όρο της κατηγορίας, καθηλώνοντας τον ακροατή περισσότερο με την δραματικότητα και λιγότερο με τα δυναμικά ξεσπάσματα και την ανάλυση. Ο σχεδιαστής έχει την ποιοτική λύση για ακροατές που αποφάσισαν να συνθέσουν ένα δεύτερο σύστημα, όσο και για αυτούς που θέλουν να περάσουν για πρώτη φορά σε μια άριστα δεμένη σύνθεση πηγής & ενίσχυσης και να απολαύσουν σπίτι τους γεμάτο ήχο. Η τιμιότητα και ωριμότητα των CD-200 & SV-200 μοντέλων, αναμφίβολα αναγκαία στους καιρούς μας.
Τιμή (με ΦΠΑ):
Vincent CD-200 Hybrid [cd-player & transport] 1.099,-€
Vincent SV-200 Ολοκληρωμένος Ενισχυτής Hybrid & DAC 999,-€
Vincent Αντιπροσωπεία – Διάθεση & Showroom
Vincent Σημεία Διάθεσης & Ακροάσεων