Το τελευταίο δίμηνο τα Magnepan πέρασαν και τελικώς έμειναν στον χώρο μας. Ομολογούμε πως δεν τα είχαμε ζήσει σε διάρκεια τόσα χρόνια. Επιβλητικά, διάσημα και made in USA έχουν αποσπάσει τα καλύτερα σχόλια του τύπου. Ούτως ή άλλως, δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητα, ιδίως τα 3.7 της δοκιμής, με πάτημα 60 εκατοστών στο πλάτος, ελάχιστο βάθος και ύψος περίπου 1.83μ. ! Έγινε αμέσως σαφές πως τα Maggies, όπως τα αποκαλούν, εστιάζουν σε εκείνα τα χαρακτηριστικά που είναι παράγοντες μουσικών επιδόσεων και λιγότερο μιας μόνιτορ, υπεραναλυτικής μηχανής. Τα 3.7 είναι τρίδρομα πάνελς , αποτελούνται από ένα καθαρόαιμο tweeter ταινίας και mid & woofer τα οποία ο κατασκευαστής αποκαλεί quasi-ribbon δηλ. «σχεδόν ribbon». Oι εργοστασιακές μετρήσεις μιλούν για απόκριση 35Hz-40Khz, 86db ευαισθησίας (με συχνότητα εκπομπής μέτρησης τα 500Hz, στο 1 μέτρο, με ρεύματα 2.83Volt) και αντίσταση κοντά στα 4Ohms. Εμείς διαπιστώσαμε πως είναι λίγο πιο απαιτητικά, αλλά αυτά θα σας τα πούμε στην πορεία. Το στήσιμο τους στον χώρο απαιτεί τουλάχιστον 3 μέτρα από τον πίσω τοίχο και κατά την άποψή μας τουλάχιστον 2 μέτρα και από τους πλαϊνούς τοίχους. Όσον αφορά το θέμα της αισθητικής, ναι είναι μεγάλα και δεν μπορούν να το κρύψουν. Η ύπαρξή τους, η εικόνα τους στο σαλόνι πιθανόν δεν ευχαριστεί τόσο κάποιες συζύγους ή φιλενάδες των εραστών και της μουσικής, όσο ο ήχος τους. Αυτό βέβαια, για να εκτιμηθεί, απαιτούνται και τα ανάλογα αισθητήρια εκτός των οφθαλμών! Τα δίπολα αυτά πάνελς είναι πολύ προσεγμένα κατασκευαστικά, έρχονται σε πλήθος επιλογών επένδυσης ξύλου ή μετάλλου και δεν υπάρχει κάποιο σημείο που να επιδέχεται ένσταση – με εξαίρεση ίσως τις μπόρνες και τις βάσεις τους που απλά “κάνουν την δουλειά τους” και δεν διαθέτουν το άγγιγμα της πολυτέλειας. Τελειώνοντας την εισαγωγή, μαζί με το τεράστιο χαρτόκουτο που εμπεριέχει τα Maggies, εσωκλείονται αντιστάσεις 1 Οhm και tweeter attenuators, ώστε να μπορείτε να επέμβετε στο κροσάρισμα ή να χαλαρώσετε την δράση των υψηλών συχνοτήτων, όπου αυτό απαιτείτε. Τίποτε περίπλοκο. Φυσικά εδώ έχουμε και την δυνατότητα αναβάθμισης τόσο της αντίστασης όσο και των ασφαλειών που προστατεύουν τις μεμβράνες, πιθανότατα με κάποιες της A.M.R. ή της HifiTuning – σε κάποιους ίσως λένε κάτι αυτά τα ονόματα.
.
Panelistas !
Το 3.7 διαφοροποιείται έντονα από αυτό που έχουμε στα αυτιά μας ως χρόνιοι κάτοχοι των Proac, Focal και αρκετών ακόμη audiophile ηλεκτροδυναμικών ηχείων καμπίνας reflex ή κλειστής καμπίνας. Ακόμη πιο χαοτική η απόσταση από μια κόρνα της Avantgarde ή ένα ομοαξονικό Tannoy. Προκειμένου να πάρουμε το μέγιστο από αυτά, απαιτείται η προσεκτική τοποθέτηση στον χώρο και η άριστη επιλογή των ενισχυτικών που θα τα αναλάβουν. Ξεκινώντας τις ακροάσεις προτιμούμε τα tweeters ταινίας να συγκλίνουν, μιας που στον χώρο μας πήραμε έτσι την καλύτερη εικόνα. Όσες φορές και εαν μπήκαμε στον πειρασμό να τα στήσουμε με τα tweeters προς τα ¨έξω” το αυτί μας τα εντόπιζε πιο εύκολα ασχέτως της εσωτερικής κλίσης που δώσαμε. Όσον αφορά τα ενισχυτικά, εδώ τα πράγματα λέμε ξεκάθαρα πως είναι ζόρικα. Ξεχάστε τα 30-40 ή 50 watts. Για να έχετε εντάσεις και οδήγηση κοιτάξτε τελικούς και ολοκληρωμένους με αρκετά, άνω των 150 watts, όπως solid-state με βαρύ “πόδι” μεταξύ άλλων ονόματα σαν την Krell και τα MSB. Σε αντίθετη περίπτωση, εάν η λάμπα είναι το ζητούμενο, μεγάλοι μονομπλόκ Conrad-Johnson, Rogue Audio μα και Tsakiridis Devices σε κάτι πιο οικονομικό -ίσως- ή Audio Research σίγουρα τα οδηγούν. Εκείνα τα μοντέλα με πολλεεές λυχνίες στο κανάλι – όχι μόνον 2 – σε τάξη Α/Β. Το ατύχημα που δεν περιμέναμε… ένας τελικός που υπόσχεται άρτιο drive, τάξης Δ και με 250watts στα 4Ohms απλά “έκλεισε” μόλις το volume του προενισχυτή έδειξε λίγο πάνω από την μέση,αφού πρώτα έδειξε πως πνίγεται ! Κάτι τέτοιο δεν συμβαδίζει με τα 86db και το φορτίο που περιγράφεται, κι όμως έγινε. Βέβαια αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα, πρέπει όμως να το ψάξετε πριν βρεθείτε εξ απροόπτου, όσο μικρές και εάν είναι οι πιθανότητες.
Ξεκινώντας την περιγραφή του ήχου, θέσαμε σε λειτουργία τα μεγάλα λαμπάτα με αγωγούς της Cardas (Golden Presence) και interconnects της Koolcable Silkworm+, Αcoustic Zen σειρά Reference και DH-Labs Revelation. Για ψηφιακή πηγή, γνώριμα-πρόσφατα μοντέλα της Bryston & Cary, το ικανότατο και σχετικά προσιτό Line Magnetic 502 μα και παλαιότερα Theta & Wadia. Από τα πρώτα playlists κλασσικής και σύγχρονης jazz, κονσέρτων για βιολί και τσέλο μέχρι και τις πιο ροκ καταστάσεις πήραμε και το αρχικό μήνυμα: η ισορροπία με την οποία προβάλλεται το φάσμα είναι υποδειγματική. Η μουσική διαθέτει μια απρόσκοπτη ροή ενώ η αρχή της σκηνής τοποθετείται λίγο πιο πίσω από τον άξονα των ηχείων – σχεδόν με όλες τις πηγές & ενισχυτές που φέραμε σε θέση οδήγησης. Eκτείνεται σε μεγάλο βάθος πίσω από αυτά, σε βαθμό όπου πραγματικά ξεφεύγει από τις δυνατότητες του μέσου όρου ηχείων στο αντίστοιχο κόστος. Η πληροφόρηση είναι επαρκέστατη στις χαμηλές ή μεσαίες στάθμες, όμως η δίψα για το κάτι παραπάνω σε εντάσεις επιδιώκοντας όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόλαυση είναι υπαρκτή. Αυτό διότι το ηχείο είναι ευγενέστατο και το χαρακτηρίζει μια σχεδόν…μεταφυσική προσέγγιση κατα την έκφραση των μουσικών συνόλων και συνάμα της ουσίας του μουσικού μηνύματος. Σημεία του φάσματος δεν προβάλλονται, δεν προεξέχουν εκτός και εαν στο υπόλοιπο σύστημα έχουν γίνει χοντρά λάθη, ενώ η συνέχεια με τις μεσαίες είναι άρρηκτη. Το χαμηλό έχει τον δικό του τρόπο έκφρασης που κάποιους γοητεύει, ενώ μια εξίσου μεγάλη μερίδα αφήνει αδιάφορους. Αυτό διότι δεν προβάλετε με δυναμισμό και υπερβάλλοντα ζήλο όπως κάποιοι προτιμούν – ala συμβατικά ηλεκτροδυναμικά πολύδρομα. Oι χαμηλές δένουν άψογα χωρίς εξοχές, στο πόστο τους. Απλά δεν προσφέρουν την αδρεναλίνη πχ. ενός τρίδρομου με οκτάιντσα ή την αίσθηση των μεσαιοχαμηλών όπως αποδίδονται από τους όποιους χρωματισμούς μιας καμπίνας με reflex.
Η περιοχή των χαμηλών σηκώνει λίγη επιπλέον ανάλυση σε τούτη την δοκιμή. Η περιγραφή γίνεται με τρόπο πλήρη χωρίς φουσκώματα (δύσκολο έργο), λεπτομερή και σφαιρικό ενώ παράλληλα είναι όσο πρέπει κρατημένη ώστε να μεταδώσει με ακρίβεια καθαρές νότες και γοργά μεταβατικά. Μην περιμένετε αυτό που οι Αμερικανοί ονομάζουν slam στο χαμηλό, τα woofers εδώ δεν “χορεύουν” και ο ακροατής δεν κουνιέται από την θέση του όπως θα περίμενε σε ροκ ακούσματα. Αυτή την αίσθηση δεν τη μεταφέρουν. Eπί παραδείγματι, ένα ηλεκτροδυναμικό μπορεί να εντυπωσιάσει και εν τέλη να πείσει τους λάτρεις του hard rock ή των bass lovers πιο εύκολα. Το χαμηλό στα 3.7 αν και βαθύ, δεν έχει την ανάσα και το εκτόπισμα που έρχεται από μια μελετημένη καμπίνα και ποιοτικές καλοσχεδιασμένες μονάδες. Εδώ τα κάτω ρέτζιστρα αποδίδονται με αριστοκρατικό τρόπο, σχεδόν όπως σε όλα τα καθαρόαιμα πάνελς. Ταξινομημένα, οργανικά, χωρίς θαμπάδες και με επαρκή πληροφόρηση. Ως εκεί. Δεν θα ξυπνήσουν τον γείτονα. Δεν θα διαπιστώσετε μέγιστες μικρο-μακροδυναμικές διακυμάνσεις σε μεσαίες εντάσεις.
Ενα ακόμη στοιχείο που ευρύτερα τα Magnepan διαθέτουν, μα ίσως σε μεγαλύτερη δόση τα 3.7, είναι η ακριβοδίκαιη διαχείριση και προβολή της εικόνας. Τι θέλουμε να πούμε με αυτό; Πως δεν πρόκειται να ακούσετε γιγαντισμό στις φωνές και δρακόντειους ερμηνευτές όσο και εάν η παραγωγή ή τα push-pull σας το προσπαθούν. Ξέρει πως το “μεγάλο μέγεθος” πρέπει να παραμείνει μεγάλο, όπως στην πραγματικότητα, όχι όμως να παραγίνει εξ’αιτίας των ηχείων. Η τρισδιάστατη εικόνα και η ελεγχόμενη απόδοση του φάσματος είναι πανταχού παρούσα. Αυτό που απουσιάζει σταθερά από το άκουσμα είναι η υπερβολή που ίσως στο μέγεθος του ηχείου μας προδιαθέτει.
Με τα Maggies μπορείτε να ακούτε ώρες ατελείωτες χωρίς κόπωση, χωρίς ίχνος σκληράδας στα ανώτερα φασματικά ρέτζιστρα, απλά προσέχοντας την οδήγησή σας και φέρνοντας στο τραπέζι ποιοτικά συνοδά. Οι στάθμες που πιάσαμε σε χώρο 50 τετραγωνικών κάλυψαν τις απαιτήσεις μας χωρίς ο ενισχυτής να ξεζουμίζεται. Όπως ξαναγράψαμε, μιλάμε σαφώς για λαμπάτους 120-240 watts στο κανάλι ή solid-state από 200watts και πάνω. Ταυτόχρονα, η ανάλυση και η αμεσότητα σε όλες τις στάθμες δεν άγγιξε την απόλυτη κορυφή στην κατηγορία, πλησίασε πάντως πάρα-πάρα πολύ κοντά. Και το έκαναν χωρίς να “λάμπουν” χωρίς να “φωνάζουν”. Η μουσικότητα των 3.7 δεν γνωρίζει περιορισμούς, το ηχείο διατηρεί τον χαρακτήρα του και τα γνωρίσματά του σε όλα τα είδη της μουσικής. Από τα κρεσέντο μιας συμφωνικής έως την σιωπή και τους θορύβους της αίθουσας κυριαρχεί ένα χαοτικό, “μαύρο” υπόβαθρο που κάποιοι Αμερικανοί αρθρογράφοι ονοματίζουν “velvet black background”. Ο ήχος πίσω από τις έννοιες και τις λέξεις μόνο με εμπειρία μπορεί να αποκωδικοποιηθεί στο νου μας. Σαν αντίτιμο λοιπόν, αν δεν ψάχνεστε με τις δυναμικές που σοκάρουν και τις ταχύτητες, μέτωπα και μεταβατικές που ανεβάζουν την πίεση σαν γερή δόση καφεϊνης, εδώ στο stress-free ζητούμενο η ανταμοιβή είναι δεδομένη. Το 3.7 θα έρθει πρώτο στο μυαλό μου ως ένα ηχείο για λάτρεις της μουσικής με άριστη διαγωγή ως πρόταση στον κατασταλαγμένο μουσικόφιλο που διαθέτει παραπάνω ισχύ από τον μέσο όρο και -ίσως- και περισσότερα ευρώ για την ΔΕΗ. Μην ξεχνάμε, ποτέ άλλοτε τα πολλά watts δεν ήταν τόσο οικονομικά όσο σε πολλές περιπτώσεις ενισχυτών στις μέρες μας. Παράλληλα και σε κατανάλωση αν πάτε σε υλοποιήσεις τάξης Δ (class D amplifiers)!
Demos Dravopoulos
(abouthifi@gmail.com)
Magnepan 3.7 ηχεία τύπου μεμβράνης, 86db / ~4Ohm. Κατασκευάζονται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τιμή: από 8.900,-€ για την έκδοση 3.7[i] του 2014.