Line Magnetic LM210 IA
300B Single Ended Integrated Amplifier
Fun, fun, fun!
Πρέπει να αναφέρω ότι δεν θεωρώ τον εαυτό μου «ειδικό» επί των ενισχυτών με λυχνίες 300Β, ή, εδώ που τα λέμε, κανενός ενισχυτή με λυχνίες. Μάλιστα έχουν περάσει πάνω από 20 χρόνια από τότε που είχα τελευταία φορά στην κατοχή μου κάποια συσκευή με λυχνίες. Έχω όμως ακούσει παραπάνω από αρκετές υλοποιήσεις τελικών ενισχυτών, προενισχυτών και ολοκληρωμένων συσκευών (αλλά και πηγών στα στάδια εξόδου τους) κάτω από ελεγχόμενες συνθήκες για να γνωρίζω τι (συνήθως) προσφέρουν αυτού του είδους οι συσκευές. Και ναι, για όσους αναρωτιούνται, μου έχουν κάνει πολύ καλή εντύπωση αρκετές από αυτές. Επίσης, έχω ακούσει πάνω από πέντε ποιοτικές υλοποιήσεις με 300Β στο παρελθόν, με μερικές από αυτές να έχουν μείνει (ως εντύπωση, και μάλιστα συγκλονιστική) χαραγμένες στη μνήμη μου (και στη μνήμη όλων όσων είχαν την τύχη να παρευρεθούν σε ακροάσεις εκείνη την εποχή), αλλά πέρα από αυτό τίποτε άλλο. Γιατί λοιπόν δοκιμάζω ένα ενισχυτή με λάμπες και μάλιστα 300Β σε τοπολογία single ended; Ο λόγος είναι απλός. Στη ζωή αλλά και στο χόμπι μας χρειαζόμαστε να περνάμε καλά, να διασκεδάζουμε βρε αδερφέ(!), και η ποικιλία είναι ένα σημαντικό συστατικό αυτής της συνταγής. Ένας ενισχυτής SE έχει όλα τα προσόντα για να προσφέρει αυτή την διασκεδαστική εμπειρία καθώς αποδίδει καλύτερα (ή πιο ευχάριστα, αν θέλετε εσείς που δεν δέχεστε το χαρακτηρισμό «καλύτερα») τη μεσαία περιοχή του φάσματος απ’ όλους εκεί έξω. Και καθώς πιστεύω ακράδαντα (το βάρος να δοθεί παρακαλώ στη λέξη «πιστεύω»), ότι η αναπαραγωγή της μεσαίας περιοχής είναι πολύ πιο σημαντική από οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό για την πετυχημένη αναπαραγωγή της μουσικής, καταλαβαίνετε ότι θεωρώ (όπως τελικά και πολύ άλλοι, άσχετα αν απαιτεί πιο ειδικές συνθήκες για να πάρεις το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα) τους Single ended ενισχυτές με λυχνίες 300Β ως κάτι άξιο γνωριμίας και απαραίτητο (ως εμπειρία) για όλους όσους ασχολούνται με το χόμπι. Γι’ αυτό και έθεσα υποψηφιότητα για τη συγκεκριμένη δοκιμή.
Κλασσική αντιπαράθεση ή χάσιμο χρόνου;
Εξηγούμαι από την αρχή για να μην παρεξηγηθώ. Δεν θα αγγίξω καν το θέμα της κλασσικής αντιπαράθεσης μεταξύ των οπαδών του ήχου των λυχνιών (πόσο μάλλον των πιο φανατικών οπαδών των ενισχυτών single ended συνδυασμένων με λυχνίες 300Β) και των υπολοίπων, καθώς θεωρώ ότι πρόκειται για χάσιμο χρόνου κι όχι για κάτι ουσιώδες. Πιστεύω (να το πάλι) ότι η ποιότητα του ήχου ενός ενισχυτή είναι ή καλή ή μέτρια ή κακή και δεν έχει ουσιαστική σχέση με τα ενεργά στοιχεία που υλοποιείται ή τις τάξεις λειτουργίας του (ακούω με ενισχυτή τάξη Τ, δηλαδή Tripath, εδώ και περίπου 10 χρόνια χωρίς ουσιαστικό παράπονο). Το ίδιο φυσικά πιστεύω και για τον αναλογικό (λεγόμενο) και ψηφιακό ήχο. ΔΕΝ ΈΧΕΙ να κάνει με τον τρόπο αποθήκευσης αλλά με το αν η ηχογράφηση είναι καλή, κακή ή μέτρια. Τελεία και παύλα μ’ αυτό το θέμα.
Έχω ακούσει στο παρελθόν χρωματισμένους (σε διαφορετικούς τομείς μεν, αλλά χρωματισμένους) ενισχυτές όλων των στρατοπέδων και προσωπικά δεν τους κρίνω με βάση το είδος των χρωματισμών τους αλλά με βάση αν και πόσο έντονα με κάνουν να θέλω να συνεχίσω να ακούω μουσική για ώρες ή να ψάχνω να βρω τι έχω να κάνω μετά για να δικαιολογήσω την απόφασή μου να κλείσω το στερεοφωνικό. Γι’ αυτό έχω εκτιμήσει πολύ ενισχυτές υλοποιημένους με τρανζίστορ σε τάξη Α, Α/Β, Δ και Τ αλλά και ενισχυτές με λυχνίες EL34, EL84, 6550, KT88, KT150, 211, 845 και φυσικά 300Β. Δεν είναι λοιπόν τόσο τα ενεργά στοιχεία και η τοπολογία ενός ενισχυτή για μένα αυτοσκοπός (όπως κάποιος που όταν ήρθε σπίτι μου και έμαθε ότι ακούω με ψηφιακό ενισχυτή δεν κάθισε να ακούσει ούτε μια νότα, στην κυριολεξία, αλλά σηκώθηκε κι έφυγε αφήνοντάς με να αναρωτιέμαι τι πίνει και δεν μου δίνει!) αλλά απλά ένα από τα πολλά μέσα που υπάρχουν εκεί έξω και που είναι απαραίτητα για να μπορώ να ακούω με τις ώρες μουσική.
Σημαντική προϋπόθεση όμως για μια δοκιμή ενισχυτή με λυχνίες 300Β και μάλιστα με single ended τοπολογία είναι η καταλληλότητα των ηχείων που θα χρησιμοποιηθούν. Καθώς τα ηχεία που χρησιμοποιώ για ακροάσεις εδώ και μερικά χρόνια διαθέτουν ευαισθησία γύρω στα 90dB/W/m και τα έχω σχεδιάσει να συμπεριφέρονται ως πολύ εύκολο φορτίο (πρακτικά ωμική αντίσταση από τα 180Hz και άνω με τιμή που κυμαίνεται από τα 6,5Ω έως τα 5,5Ω) και επειδή δεν ακούω ιδιαίτερα δυνατά (κορυφές έως τα 95dB συνήθως) ακόμη κι ένας ενισχυτής με 8W όπως είναι ο LM210IA της Line Magnetic έχει τη δυνατότητα να μου κρατήσει το ενδιαφέρον χωρίς να μου αλλάξει ουσιαστικά τις συνήθειες (επίσης πολύ σημαντική έννοια η «συνήθεια» κι όποιος κατάλαβε κατάλαβε). Και ένας ενισχυτής που προέρχεται από μια εταιρία που οι συντελεστές της έχουν μεγάλη εμπειρία με την επισκευή επαγγελματικών ενισχυτών της Western Electric (από εγκαταστάσεις κινηματογράφων κλπ.) ακούγεται λες και μπορεί να αποτελέσει μια πολύ καλή εμπειρία, όπως και να το κάνουμε.
Επιβλητική κατασκευή
Ο LM210IA είναι ένας επιβλητικός ενισχυτής με πολύ υψηλή ποιότητα κατασκευής, που δείχνει ότι οι …κινέζοι σχεδιαστές έχουν εδώ και καιρό ξεπεράσει τις τυπικές ασθένειες των …πρωτάρηδων. Και είναι επιβλητικός όχι μόνο διότι περιέχει συνολικά οκτώ λυχνίες αλλά διότι διαθέτει ένα μεγάλο σε όγκο αλλά και βάρος σασί (αν χρειαστεί να τον κουβαλήσετε η συμβουλή μου είναι να βρείτε κάποιο να σας βοηθήσει). Πιο συγκεριμένα το σασί του έχει διαστάσεις 38×40,5×34,5 εκ. (ΠΒΥ) και βάρος που αγγίζει τα 30 κιλά! Ναι πρόκειται για ίσως τον πιο βαρύ ενισχυτή SE που έχω συναντήσει, και το βάρος του κυρίως οφείλεται στο μεγάλο μετασχηματιστή τροφοδοσίας και τους μετασχηματιστές εξόδου (ειδικής κατασκευής ΕΙ, δηλαδή τετράγωνους, όπως αναφέρει η εταιρία). Επίσης πρόκειται για ένα, στα μάτια μου, από τους πιο «ευχάριστους» στο μάτι ενισχυτές, κι αυτό οφείλεται μάλλον στην σχεδόν «επαγγελματική» αλλά και ρετρό όψη του. Το κύκλωμά του περιλαμβάνει δύο λυχνίες 5U4G στην ανόρθωση της υψηλής τάσης (προς το πίσω μέρος του ενισχυτή), από μια 12ΑΧ7 στην προενίσχυση του πρώτου σταδίου, από μια πέντοδο 310Α ως οδηγήτρια σε κάθε κανάλι και από μία, φυσικά, τρίοδο 300Β σε κάθε τελικό στάδιο. Οι λυχνίες είναι ξεκάθαρα σημειωμένες για να μη γίνει λάθος από μέρους του χρήστη ενώ φέρουν το λογότυπο του κατασκευαστή (που απ’ ότι μας πληροφόρησε είναι κατασκευής Shuguang). Όσο για τη διάρκεια ζωής τους ο κατασκευαστής αναφέρει περί τις 2.000 με 3.000 ώρες λειτουργίας ανάλογα με τον τρόπο χρήσης του ενισχυτή (αν λειτουργεί πολύ κοντά στο μέγιστο της ισχύος του αλλά και πόσο συχνά λειτουργεί). Επίσης ο κατασκευαστής μας ενημέρωσε ότι η ρύθμιση της πόλωσης των λυχνιών γίνεται χειροκίνητα με τρόπο που όταν χρειαστεί θα σας ενημερώσει ο αντιπρόσωπος. Ο τρόπος που υλοποιείται το κύκλωμα ήχου του ενισχυτή είναι χωρίς πλακέτες (point-to-point καλωδίωση) και περιλαμβάνει υψηλής ποιότητας υλικά (ειδικά ως προς τους πυκνωτές για το σήμα) ενώ εκεί που δεν χρειάζεται (υποστηρικτικά κυκλώματα και για την ευκολία της συναρμολόγησης προφανώς) βρίσκουμε μικρές πλακέτες επίσης ποιοτικά κατασκευασμένες. Η διάταξη των υλικών στο εσωτερικό του ενισχυτή θεωρώ ότι είναι τακτοποιημένη για χειροποίητη μονάδα. Αξιοσημείωτη είναι η παρουσία ενός μεγάλου ενδεικτικού Vuμετρου στην πρόσοψη του ενισχυτή, που διαθέτει δύο βελόνες (μια λευκή και μια κόκκινη) για την ένδειξη ισχύος εξόδου για κάθε κανάλι και που βοηθά χρήστες σαν κι εμένα (με όχι και τόσο μεγάλης ευαισθησίας ηχεία, όπως οι κλασσικοί ακροατές ενισχυτών 300Β) να μην ξεπεράσουν τα όρια του ενισχυτή. Και δείχνει και πολύ όμορφα!
Στην πρόσοψη, τώρα, βρίσκουμε, από τα αριστερά προς τα δεξιά, το διακόπτη έναυσης με ένδειξη λειτουργίας, τον επιλογέα εισόδων (τρεις επιπέδου γραμμής), τρεις διακόπτες που επιλέγουν το ποσοστό ανάδρασης (0dB & 3dB), το φωτισμό του Vuμετρου και τέλος τη λειτουργία του ενσιχυτή ως τελικού ή ως ολοκληρωμένου, και τέλος ένα μεγάλο περιστροφικό ποτενσιόμετρο για τη ρύθμισης της έντασης που φέρει επίσης μια ενδεικτική λυχνία (η οποία αναβοσβήνει όταν ο ενισχυτής είναι σε κατάσταση σίγασης).
Ο ενισχυτής επίσης περιλαμβάνει ένα προστατευτικό κάλυμμα για τις λυχνίες το οποίο εγώ δεν χρησιμοποίησα. Στην πίσω πλευρά τώρα βρίσκουμε τρεις εξόδους ανά κανάλι (για φορτία 4, 8 και 16Ω) που υλοποιούνται με άριστης ποιότητας μπόρνες που δέχονται κάθε είδους σύνδεση, τρία ζεύγη βύσματα RCA πολύ καλής ποιότητας για τις εισόδους γραμμής και ένα ζεύγος, και πάλι με βύσματα RCA, για την είσοδο του τελικού, όπου παρακάμπτεται το εσωτερικό ποτενσιόμετρο στάθμης του ενισχυτή. Τέλος στην πίσω όψη βρίσκουμε το ρευματολήπτη υπό μορφή IEC 15A.
Διαδικασία ακρόασης
Πριν ξεκινήσω τις ακροάσεις, η αλήθεια είναι, διάβασα ότι μπορούσα να βρω στο διαδίκτυο σχετικά με τους ενισχυτές με λυχνίες 300Β, για να ξαναθυμηθώ το πως πρέπει να του φερθώ (η τελευταία φορά που άκουσα ενισχυτή με 300Β ήταν πριν από 7 χρόνια…). Το πιο σημαντικό πράγμα που έμαθα, πέραν των χαριτωμένων σχολίων περί του πιο αγνού, αληθινού ήχου κι όλων των άλλων σχετικών (που έχουν λόγο ύπαρξης, καμία αντίρρηση εδώ από μέρους μου), ήταν σχετικά με την ηχητική απόδοση των λυχνιών αυτών ως προς τις ώρες λειτουργίας τους (άρθρο στο περιοδικό Stereophile, In Search of the Perfect 300B Tube), αλλά και τον τρόπο που πρέπει να χειριζόμαστε τους ενισχυτές με λυχνίες, όπου ο ερευνητής διαπίστωσε ότι μετά τη μετακίνησή τους οι ενισχυτές με 300Β πρέπει να κάθονται για αρκετές μέρες ώστε να επανέλθουν στην ιδανική κατάσταση λειτουργίας. Πιο συγκεκριμένα (και αυτό διαπιστώθηκε πρώτα απ’ όλα και από κάποιες προκαταρτικές ακροάσεις) αν είναι να κρίνετε τον ήχο ενός ενισχυτή με λυχνίες 300Β πρέπει οπωσδήποτε αυτές να έχουν «γράψει» πάνω από 150-200 ώρες λειτουργίας καθώς έτσι φτάνει στο σωστό σημείο η επιφάνεια του μεταλλικών επιφανειών της (το μίγμα πιο σωστά που διαθέτουν) για την σωστή λειτουργία της λάμπας. Αυτά είναι συνήθως ένα μείγμα από τρεις ενώσεις (barium oxide, strontium oxide και calcium oxide). Το τελευταίο επενεργεί ως βοηθητικό στοιχείο στην ενεργοποίηση του βάριου, το οποίο σημαίνει ότι οι λυχνίες (που αφορά όλες τις 300Β όλες εκτός από την Western Electric 300B) φτάνουν σχετικά γρήγορα στην μέγιστη ηχητική απόδοσή τους (περίπου 150-200 ώρες) κι από εκεί και πέρα (σύμφωνα πάντα με τον κ. Whitener της Western Electric) αρχίζουν να πέφτουν σιγά – σιγά σε ποιότητα, κάτι κατανοητό. Οι λυχνίες της Western Electric που δεν περιέχουν το οξείδιο του ασβεστίου, απαιτούν περίπου 500 ώρες για να έρθουν σε ιδανική κατάσταση λειτουργίας κι από εκεί και πέρα κρατάνε την ίδια πρακτικά απόδοση για πολλά πολλά χρόνια χωρίς ουσιαστική μείωση της ποιότητάς τους (εξ ου και το μεγάλο κόστος τους…). Ο ενισχυτής που πήρα στα χέρια μου είχε γράψει λίγες ώρες λειτουργίας κι έτσι μπήκε στο σύστημα με το σκοπό να παίξει τουλάχιστον 2 εβδομάδες πριν βγουν ασφαλή συμπεράσματα.
Η διαδικασία έναυσης του ενισχυτή είναι απλή και ελάχιστα δραματική. Ο ενισχυτής θέλει περίπου 30 δευτερόλεπτα για να ανάψει (όπου η έξοδός του είναι κλειστή) και τουλάχιστον 30 με 45 λεπτά για να δείξει τις ικανότητές του. Για το …στρώσιμο, τον άναβα κάθε πρωί στις 10πμ και τον άφηνα να παίζει μουσική μέχρι τουλάχιστον τις 7μμ, οπότε θεωρώ ότι μετά από 15 περίπου μέρες (χωρίς να παρουσιάσει κανένα πρόβλημα σε κανένα τομέα όλο αυτό το διάστημα) κι αφού διαπίστωσα ότι η ηχητική του συμπεριφορά έφτασε σε ένα σημείο όπου δεν παρατηρούσα ουσιαστικές αλλαγές, έφτασε η ώρα να τον ακούσω με πιο κριτική διάθεση. Στη διάρκεια αυτών των δύο εβδομάδων άκουγα από μια, δύο ώρες προσεκτικά για να διαπιστώσω την εξέλιξη του «στρωσίματος», περίοδος όπου ο ήχος, το κυριότερο, από αδιάφορος και ελαφρά ενοχλητικός στα μεσοϋψηλά, έγινε εξαιρετικά ενδιαφέρων, γλυκός, πολύ ομαλός και άκρως περιγραφικός των λεπτομερειών της μουσικής. Κατά τη διάρκεια, δε, του στρωσίματος, έκανα και διάφορες δοκιμές ως προς τη στήριξή του, αλλά τελικά κατέληξα ότι τα δικά του πόδια είναι τα καλύτερα σε συμπεριφορά απ’ οτιδήποτε είχα στα χέρια μου. Όπως είπα, η έναυση είναι χωρίς ουσιαστικά δράματα, με εξαίρεση ένα μέτριο σε ένταση thumb όταν εφαρμόζεται η υψηλή τάση λειτουργίας στις λυχνίες (κι αυτό χωρίς, όπως φαίνεται, να έχει ουσιαστική επίδραση στη λειτουργία του ενισχυτή).
Ο ενισχυτής δοκιμάστηκε με δύο τρόπους λειτουργίας, δηλαδή σαν ολοκληρωμένος πρώτα απ’ όλα και έπειτα σαν τελικός, με προενίσχυση ένα παθητικό ladder ποτενσιόμετρο με αντιστάσεις Holco. Ο πιο καθαρός και διάφανος ήχος ήρθε από τη δεύτερη διάταξη, κάτι αναμενόμενο καθώς σε λειτουργία ολοκληρωμένου στη διαδρομή του σήματος βρίσκουμε ένα μπλε ALPS ποτενσιόμετρο που είναι μεν (και κατά τη γνώμη μου πάντα) καλό αλλά στα σίγουρα δεν είναι ότι καλύτερο κυκλοφορεί εκεί έξω. Σαν ολοκληρωμένος λοιπόν ενισχυτής ο 210ΙΑ αποδείχθηκε ικανότατος και σε θέματα ισχύος (ναι ξέρω ότι τα 8 Watt είναι λίγα για τις περισσότερες περιπτώσεις αλλά τελικά διαπίστωσα, με βάση τις ενδείξεις, ότι συνήθως ζητάω κάτω από 3 Watt κατά τη διάρκεια των ακροάσεών μου). Τα ηχεία μου συνδέθηκαν στην έξοδο των 8Ω, με καλώδιο Abbey Road Reference και μπανάνες της Eichmann Technologies ενώ τα interconnect ήταν Abbey Road Monitor με ασημένια RCA επίσης της Eichmann Technologies. Ως πηγή χρησιμοποίησα το DAC αναφοράς μου (Ayazi της Ideon Audio) ενώ ως φίλτρο ρεύματος το Gordian της Lab12 (δοκιμή του οποίου πρέπει να έχετε ήδη διαβάσει) και το οποίο ανέδειξε ακόμη πιο πολύ τις ηχητικές δυνατότητες του ενισχυτή.
Ο ήχος ενός ενισχυτή με 300B, γενικά, είναι με μια λέξη απολαυστικός, όπως ακριβώς το περίμενα. Σχόλια φίλων ακροατών περιέλαβαν τα εξής: «αυτό τον ενισχυτή άνετα τον παντρευόμουν», «πολύ όμορφος και ξεκούραστος ήχος», «ακούγοντάς τον ηρεμείς» και άλλα τέτοια σε αυτό κυρίως το πνεύμα. Η ροή της μουσικής είναι συνεχής, με έντονη την αίσθηση της πραγματικότητας και τόσο εύπεπτη που σε παρασύρει σε πολύωρες ακροάσεις χωρίς την παραμικρή κούραση. Φυσικά και συνοδεύεται από πιο «φουσκωμένα» σώματα (τι 300Β θα ήταν άλλωστε;) και ένα μικρό (αλλά μικρότερο σε ένταση απ’ όσο περίμενα) υποέλεγχο στα μπάσα, αλλά τίποτα το σημαντικό (έχω ακούσει τρανζιστοράτους που τα έκαναν σε μεγαλύτερο βαθμό μαντάρα στη συγκεκριμένη περιοχή, όχι λόγο υποελέγχου αλλά υπερελέγχου θυμίζοντάς μου συνέχεια ότι ακούω την τάδε ή την δείνα μάρκα ενισχυτή, γεγονός εξ ίσου ενοχλητικό με αυτό του υπολέγχου) ενώ σε σύγκριση με ένα Mactone MA300 (push-pull 300B, τον ήχο του οποίου σέβομαι πολύ, εξοπλισμένος με Electro-Harmonix 300B Gold Grid, που δανείσθηκα από φίλο για σύγκριση, κυρίως για να βεβαιωθώ ότι ο ενισχυτής έπιασε τη υψηλή ποιότητα ήχου που μπορούν να δώσουν οι 300Β κατά το στρώσιμο) ο LM210IA έδειξε ότι έχει την ικανότητα να αποδώσει πάρα πολύ υψηλή ποιότητα ήχου, με τελικά πιο ελεγχόμενες χαμηλές συχνότητες, πιο τρισδιάστατη και μεγαλύτερη σε διαστάσεις στερεοφωνική εικόνα και όχι τόσο πολύ «γλυκό» χαρακτήρα (ο Mactone μάλλον υπερβάλει κάπως σ’ αυτό τον τομέα, όλοι οι Mactone που έχω ακούσει το κάνουν αυτό σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, είναι ένα από τα χαρακτηριστικά που αγαπούν οι χρήστες τους προφανώς).
Μικρά και μεγάλα σύνολα, είτε τζαζ είτε κλασσικής μουσικής, αποδόθηκαν με ακριβή αλλά ταυτόχρονα πάρα πολύ ευχάριστο τρόπο χαρίζοντάς μου πολλές ώρες μουσικής διασκέδασης χωρίς ουσιαστικά μπερδέματα ή άλλα ενοχλητικά στοιχεία που να με εμποδίζουν τη διασκέδασή μου. Εκεί που ο ενισχυτής δεν έφτασε τα πολύ υψηλά στάνταρ που είχε θέσει με τα άλλα είδη μουσικής ήταν με ροκ (με τα δικά μου πάντα ηχεία και στο δικό μου πάντα χώρο ακρόασης, καθώς με άλλα πολύ μεγαλύτερης ευαισθησίας και συμπεριφοράς στις μεσοχαμηλές και χαμηλές συχνότητες – όπου το ηχείο/χώρος μου έχει την κατάλληλη παρουσία – θα είναι σίγουρα διαφορετικά τα πράγματα οπότε μια ακρόαση θα σας πείσει αν ο 210ΙΑ είναι ο ενισχυτής για εσάς). Η χρήση του ηλεκτρικού μπάσου με τον τρόπο που χρησιμοποιείται στη ροκ (κυρίως στην περιοχή 60-150Hz) είχε ως αποτέλεσμα μπερδέματα που τελικά και μετά από ώρες ακροάσεων δεν μου άφησαν και πολύ ευχάριστη εμπειρία χωρίς όμως να με ενοχλήσουν ιδιαίτερα, το τονίζω. Αλλά ο προβληματισμός μου αφορούσε αυτή την περιοχή και μόνο αυτήν και μόνο με κλασσικό ροκ και πάντα με τα ηχεία μου. Κατά τα άλλα το μεγαλείο της SET 300B στις φωνές ήταν ακόμη κι εκεί παρών, μόνο που μερικές φορές ειδικά στις ηλεκτρικές κιθάρες ένιωθες ότι η «λάμπα στο τετράγωνο» (λαμπάτοι ενισχυτές στις κιθάρες στην ηχογράφηση, λάμπα με μεγάλο αρμονικό πλούτο στην ενίσχυση του ηχητικού συστήματος κατά την αναπαραγωγή) μπορεί και να ήταν λίγο υπερβολική. Από την άλλη, περί ορέξεως…
Συμπέρασμα
Αν και ο LM210IA (και κάθε άλλος SET 300B ενισχυτής, αλλά και Push-Pull με 300Β εδώ που τα λέμε) δεν απευθύνεται σε όλους τους χρήστες συνολικά, αλλά και πιο ειδικά τους εραστές των ενισχυτών με λυχνίες (καθότι απαιτεί ευαίσθητα και εύκολα ως φορτία ηχεία αν θέλουμε να πάρουμε τα μέγιστα από αυτόν), οι ηχητικές επιδόσεις του ήταν τέτοιες που πρώτα απ’ όλα δικαιολογούν (σε όλους τους τομείς) την ονομαστική τιμή του (5.200 ευρώ, εκ των οποίων για να μην ξεχνιόμαστε τα 1.000 ευρώ πάνε στο κράτος). Κατά δεύτερον, η συμπεριφορά του όλο αυτό τον καιρό όπου χρειάστηκε να μείνει σε λειτουργία για πάνω από 10 ώρες την ημέρα, και για πολλές μέρες, έδειξε ότι διαθέτει εντυπωσιακή αξιοπιστία, ενώ η δυνατότητά του να λειτουργήσει και σαν τελικός ενισχυτής, με ακόμη περισσότερη διαφάνεια και νεύρο (που μου άρεσε προσωπικά περισσότερο) προσφέρει στο χρήστη ένα εύκολο τρόπο αναβάθμισης (μετά την προφανή αλλαγή των των pre-driver με κάποιες άλλες πιο ποιοτικές ή και NOS αλλά και των 300Β που έχει από το εργοστάσιο (ακραίο σενάριο σε Western Electric που είναι όντως απίθανες σε ήχο και ουσιαστικό χρόνο χρήσης – μιλάμε για 30 τουλάχιστον χρόνια με 3 ώρες ακρόαση κάθε μέρα(!) αλλά και τι κόστος…). Με βάση τα παραπάνω (αξιοπιστία, ποιότητα ήχου, δυνατότητα λειτουργίας ως ολοκληρωμένος ή μόνο τελικός, υψηλό συντελεστή διασκέδασης) το μόνο που έχω να πω είναι πως αν είστε στην αγορά για ένα 300Β SET τότε πρέπει οπωσδήποτε να ακούσετε τον LM210IA, καθώς τελικά είναι ένας πάρα πολύ καλός ενισχυτής!
Line Magnetic LM210IA, Ολοκληρωμένος Ενισχυτής Single Ended σε τάξη Α με λυχνίες εξόδου 300Β, 3x είσοδοι single-ended RCA. Αντιπρόσωπος: Sound Gallery, Τιμή: 5.200,-€