Είναι πράγματι απολαυστικό να μπορείς μέσω διαδικτύου να επικοινωνείς και να συνεννοείσαι ταχύτατα με πλήθος εξαιρετικών κατασκευαστών όπου έγιναν γνωστοί μέσω της ιστοσελίδας τους και εδρεύουν αποκλειστικά στο net. Η περίπτωση της επικοινωνίας μας με τον δαιμόνιο κ. Łukasz Fikus εκ Πολωνίας, ιδιοκτήτη της εταιρίας και γνωστός με το παρατσούκλι LampizatOr ήταν ο ορισμός της ταχύτητας και αλληλοεκτίμησης. Δεν χρειάσθηκαν πάνω από δύο e-mails για να φτάσει στην πόρτα μας ο ψηφιακός λαμπάτος μετατροπέας Lite 7 όπου τιμάται σήμερα περι των 5000,-€ συν τις λυχνίες 101D της PS-Vane. Μια παρθενική εμφάνιση των Πολωνικών δημιουργιών του στον Ελληνικό τύπο.
Στα σίγουρα ο LampizatOr, όπως θα αποκαλούμε τον κύριο Fikus στο εξής, αποτελεί ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στον χώρο των λυχνιακών υλοποιήσεων. Αυτό το κεφάλαιο συντάχθηκε μέσα σε λιγότερα από επτά χρόνια, όσο τουλάχιστον εγώ προσωπικά ενθυμούμαι. Η ιστοσελίδα του κατάφερε να προκαλέσει το ενδιαφέρον της παγκόσμιας κοινότητας μιας που παράλληλα με τις τότε λιγοστές αλλά καλόηχες προτάσεις του, τόλμησε να “σηκώσει” στο ίντερνετ αναλυτικά άρθρα βελτιώσεων πολλών Κινέζικων εξαιρετικά φθηνών κατασκευών. Με τις συμβουλές του, μπορούσε και μπορεί κάποιος έμπειρος τεχνικός να ανεβάσει επίπεδα στον ήχο ενός π.χ. εισαγωγικού λαμπάτου single-ended όπου ακούει στο όνομα Music Angel ή Yaθin και δεν κοστίζει πάνω από 800-1000 ευρώ (για του λόγου το αληθές ιδού και το link: Lampizator Music Angel Upgrade ). Έτσι, στα πρώτα χρόνια έκανε ‘κόρτε’ σε κατασκευές όπου δεν είχαν την εκτίμηση των σοβαρών audiophiles προσπαθώντας να αποδείξει την αξία της αναβάθμισης με γνώμονα την οικονομική λύση ενώ στην σελίδα του έκαναν ντεμπούτο τα πρώτα του ψηφιακά και ενισχυτικά. Σήμερα, ο απόλυτα μάχιμος LampizatOr έχει ανοιχτεί πλέον με αξιώσεις στα βαθιά νερά της αγοράς κερδίζοντας με τον ιδιαίτερα φιλικό τρόπο επικοινωνίας την δημοσιότητα και τις καρδιές εκατοντάδων φίλων του ήχου. Ακόμη και εκείνων όπου δεν διαθέτουν επιταγές και παχουλούς λογαριασμούς έτοιμους να θυσιασθούν στον βωμό του χαϊφιντελισμού.
Η ακουστική τέχνη του.
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που πολλές διάσημες εταιρίες του χώρου της υψηλής πιστότητας ξεκίνησαν σε κάποιο υπόγειο ή γκαράζ ενός εραστή της μουσικής αναπαραγωγής. Μια τέτοια περίπτωση είναι και ο LampizatOr.
Ο κ. Fikus είναι ένας ιδιαίτερα ανοικτός επιχειρηματίας που όπως φάνηκε εκτιμά πολύ την Ελλάδα και τους λάτρεις της υψηλής πιστότητας στην χώρα μας. Σε αυτό το σημείο θα σας αποκαλύψουμε τι θεωρεί ο ίδιος ως Zen, ποιες οι επιρροές και οι διαδρομές όπου τελικά επέλεξε και εμπλούτισε με αυτές τον ‘ήχο της κουζίνας του’.
Σε πρόσφατη συνέντευξη που παραχώρησε αποκαλύπτει πως δεν ασχολείται με τον ανταγωνισμό, κοιτά μόνον τον ήχο που τον εμπνέει και βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στις λυχνίες. Πιο συγκεκριμένα, εκτός από τα δικά του δημιουργήματα εκτρέφει μέγιστο σεβασμό σε ‘μεγάλα ονόματα’ & σύνολα όπου περιλαμβάνουν τελικούς με λυχνίες 845 / 211 / 6C33, ψηφιακά της Audio Note, μεγάλες τρίδρομες κόρνες ή μονόδρομα μα φυσικά και τις ‘απόλυτες’ δημιουργίες της Kondo. Στην σημερινή γκάμα συναντάς και πιο τολμηρές / ακριβές προτάσεις όπως το μεγάλο Golden Gate DSD ψηφιακό (πάντα με λυχνίες στο κύκλωμα, ~18.000,-€) ή τους τελικούς μονομπλόκ με τις 211 ή GM70 (~7.900-8.900,-€). Τελευταία είδαμε και το ‘Komputer’ (5.900,-€ + ΦΠΑ) για εκείνους όπου αναζητούν έναν πράγματι κορυφαίο HD plug’n’play music server με HDMI και WiFi και ήχο …χωρίς επιστροφή σε οικονομικότερες πλατφόρμες computer transport.
.
Στα μέσα και στα έξω….
Η πρώτη επαφή με το μηχάνημα προκαλεί έκπληξη λόγω των ασυνήθιστων διαστάσεών για ψηφιοαναλογικό μετατροπέα. Με διαστάσεις 45 εκ. πλάτος, 53 εκ. μήκος, 13 εκ. ύψος σίγουρα είναι μια επιβλητική συσκευή, που περισσότερο φέρνει στο νου τελικό ενισχυτή παρά dac. Σε αυτό συνεισφέρει και ο μοναδικός διακόπτης-μπουτόν που βρίσκεται στην πρόσοψη και επιλέγει ανάμεσα σε DSD και PCM. Το σασί του είναι πάντρεμα αλουμινίου και σιδήρου με καλή ποιότητα συναρμογής. Στην πλάτη του μηχανήματος υπάρχουν οι ψηφιακές είσοδοι, οι επιλογείς αυτών, ο επιλογέας του τύπου λυχνίας πού δέχεται το αναλογικό στάδιο και η αναλογική έξοδος του ήχου, αποκλειστικά με RCA. Να επισημάνουμε πως η επιλογή της ψηφιακής εισόδου γίνεται μέσω συνδυασμού διακοπτών, πράγμα που την κάνει δύσχρηστη λόγο και της τοποθέτησής τους.
Αφαιρώντας τώρα το καπάκι της συσκευής, το πρώτο πράγμα που ελκύει το μάτι είναι ένα μεγάλο κομμάτι ξύλου, όπου καλύπτει ως πάτωμα την συσκευή και επάνω του εδρεύουν οι πλακέτες. Γίνεται δε ολοφάνερο ότι έχουμε μπροστά μας μια υλοποίηση κλασσικού ιδιοκατασκευαστή. Αντί της μιας ενιαίας πλακέτας, που συνήθως αποτελεί το κύκλωμα ενός μετατροπέα, εδώ βλέπουμε μια σειρά πλακετών, με αρκετό μάλιστα ‘αέρα’ ανάμεσά τους, όπου κάποιες από αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν και σε διαφορετικές κατασκευές. Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η πλακέτα του αναλογικού σταδίου, που ουσιαστικά γίνεται χρήση του μισού κυκλώματος. Γίνεται φανερό ότι όγκος του Lite 7 θα μπορούσε να είναι αρκετά μικρότερος. Ο μετασχηματιστής τροφοδοσίας είναι σχετικά μικρής ισχύος τοροϊδής ενώ η ποιότητα υλικών κρίνεται ως πολύ καλή με εξάρσεις στα σημεία όπως οι πυκνωτές εξόδου Jupiter Red Astron. Τέλος, ο σχεδιαστής κρατάει κλειστά τα χαρτιά του όσον αφορά τα ολοκληρωμένα του ψηφιακού σταδίου. Για το λόγο αυτό έχει σβήσει τα στοιχεία τους.
Ακούγοντας με την 101D οδηγό
Η βραβευμένη με Grammy ηχογράφηση ‘Im in the mood’ του θρυλικού John Lee Hooker & Bonnie Raiitt του ’89 πέρασε στο playlist πρώτη, αφού είχαν προηγηθεί οι απαιτούμενες ώρες στρωσίματος, περί των διακοσίων στο σύνολο. Αν είστε από αυτούς που πιστεύουν ότι η πηγή αποτελεί την καρδιά ενός συστήματος, σίγουρα εδώ έχουμε να κάνουμε με μια χρυσή καρδιά! Κάνοντας μερικές συνετές επιλογές ενισχυτών/προενισχυτών και με τόσο προσεγμένες παρααγωγές αποδεικνύεται ότι το στήσιμο ενός ταλαντούχου συνόλου εξαρτάται κυρίως από αυτή. Οι φωνές και η ‘μεγάλη’ κιθάρα ισορροπούν με επιτυχία μεταξύ μουσικότητας, υγρότητας και δυναμισμού αποκτώντας ταυτόχρονα την καλύτερη αίσθηση όγκου και σώματος από όλα τα ψηφιακά όπου βρέθηκαν την περίοδο αυτή κόντρα στο Lite 7. Η επιλογή του 7 πολύ πιθανόν να είναι σωτήρια αν ο αρμονικός πλούτος και το ζεστό μα συνάμα αναλυτικό περιβάλλον είναι προαπαιτούμενο ενώ το υπόλοιπο σύστημα δεν στερείται σε ζωντάνια και αρκούντως κοφτά-διακριτά μέτωπα.
Haydn και κονσέρτα για τσέλο από την Harmonia Mundi. Μια ικανοποιητική σε εύρος και ύψος στερεοφωνική εικόνα, ηχόχρωμα και ρεαλισμός στην ξύλινη υφή της εικόνας των οργάνων θεωρούνται το κλειδί της απόλαυσης ανάλογων έργων. Το 7 κατέχει το θέμα και οδηγεί άμεσα σε συναίσθημα. Προσθέτει επίπεδα μικροδυναμικών αντιθέσεων, αποτέλεσμα της ικανότητάς του για ιδιαίτερα ήσυχα περάσματα όπου επιτρέπουν την ανάδυση λεπτομερειών μέσα στο σύνολο, ‘καθώς πρέπει’. Αυτό ακριβώς όπου κανείς περιμένει από ένα άριστο λαμπάτο ψηφιακό. Ομοιογένεια και ανώτερη αληθοφάνεια. Παίζοντας με τις λυχνίες εξόδου η απόδοση των λεπτομερειών παραμένει σε υψηλότατα επίπεδα ενώ παρατηρούνται αλλαγές κυρίως στην τονική ισορροπία και στην απόσταση της ιδεατής σκηνής από τον ακροατή.
Ένα από τα ευτυχώς πολλά ηχογραφήματα της συλλογής μου με καλογραμμένες φωνές, ήταν και το γνώριμο Mask & Mirror της Loreena McKennitt. Ξεκινώντας από το πρώτο track “The Mystic’s Dream” καταλαβαίνεις πολύ γρήγορα ότι ο LampizatOr έχει δημιουργήσει ένα ψηφιακό απαλλαγμένο παντελώς από σκληράδες, χωρίς ίχνος γρεζιού και προσοχή στο να μην περάσει σε ‘υπερβολές’. Κατά στιγμές αισθανθήκαμε πως η όλη ηχητική προσέγγιση ήταν κομμένη και ραμμένη από την σχολή της αναλογικής κεφαλής Koetsou Rosewood. Η σκηνή αποδόθηκε σε μεγάλες διαστάσεις. Οι κέλτικες μελωδίες έφτασαν στα αφτιά μας διαθέτοντας εκείνη την μαγική ερμηνεία και ορθότητα όπου κάποια πολύ ιδιαίτερα ψηφιακά αγγίζουν, όπως για παράδειγμα ένα 4.1x dac της Audio Note. Ήχος μεγάλος, με ικανοποιητική σαφήνεια. Tο κυριότερο γνώρισμα εδώ είναι το σώμα και η ευκολία με την οποία παραθέτει τις λεπτομέρειες. Η σταθερή εικόνα όλων των ερμηνευτών -όπου αγγίζει υψηλότατα επίπεδα- παντρεύεται εντέχνως με την πρέπουσα δόση υγρότητας μέσα σε ένα περιβάλλον που τείνει προς το σκοτεινό και λιγότερα προς το τροπικά θερμό. Η υποθετική σκηνή διαθέτει το γοητευτικό ύψος που αναζητούμε στις λυχνίες, αλλά αυτό δεν συνοδεύεται από υπερβολή ή έλλειψη ανάλυσης. Τοποθετώντας στην θέση των PS-Vane 101D τις Electroharmonix 300B, στην γνώριμη αυτή παραγωγή είδαμε μια εντελώς διαφορετική οπτική με ακόμη περισσότερη ηχοχρωματική μαγεία, πάντως λιγότερο ουδέτερη από την 101D.
Έχω πάθει εξάρτηση. Χωρίς τον Brian Bromberg εκτίμηση και αποτίμηση των χαμηλών (αλλά και υψηλών) συχνοτικών περιοχών δεν γίνεται. Τόσο απλά. Τα άλμπουμ Wood & Wood II προσγειώνουν ή απογειώνουν απότομα όσους πιστεύουν οτι το σύστημά τους διαθέτει γρήγορο, οργανικό, ισορροπημένο χαμηλό/μεσοχαμηλό και δυναμικές.Για να γίνει αντιληπτή πλήρως η ανάλυση και η ταχύτητά-αμεσότητα της ατάκας κάθε νότας ή συγχορδίας μπάσου απαιτείται βέβαια εκτός των αυτονόητων και ένα αξιόλογο tweeter συνάμα με κάποια ‘x’ ποιότητα στο crossover. Είτε μιλάμε για πολύδρομα είτε για μονόδρομα crossoverless, πολύ δύσκολα έργα. Στην απλή έκδοση cd με transport της Theta και s/pdif της Analysis Plus, το Lite 7 κατάφερε να ανεβάσει τον αισθησιασμό φτιάχνοντας ένα αλάθητο τονικό κλίμα με πιστευτό τίμπρο και ύψος, αφήνοντας ανικανοποίητους μόνον όσους αναζητούσαν τις αστραπιαίες μεταβατικές και τα ορθά-κοφτά μέτωπα. Αυτά τα έφερναν στο τραπέζι καθαρόαιμοι solid-state κονβέρτορες όπου περιτριγύριζαν το ‘ελαφρύ επτά’. Με την χρήση interconnects καθαρού ασημιού σαφέστατα το ‘μεσαίο’ αυτό LampizatOr βρήκε μια και καλή τον γιατρό του. Τα Goertz Silver Sapphire & Acoustic Zen Silver Ref. 2 ήρθαν για να μείνουν και πάλι στις ακροάσεις μας.
Μπορεί οι Iron Maiden να ακούγονται ως ‘βασανιστήριο’ στα αυτιά αρκετών χαϊφιντελιστών, όμως αποτελούν και ένα εργαλείο βασανιστηρίων για πάμπολλα πενταψήφια και εξαψήφια σε κόστος συστήματα. Θεωρώ πως πρέπει κανείς να φέρει και να εξετάζει το πως ακούγονται οι άριστες για την εποχή ηχογραφήσεις τους, ο σκληρός καταιγιστικός ήχος της μπάντας και τα θηριώδη soundstage της παραγωγής. Βέβαια δεν πήγαμε και σε βαθιά ύδατα με τις 2Α3 και 300Β σε θέση οδήγησης ηχείων. Περιοριστήκαμε σε τάξης Α/B της Conrad-Johnson & Parasound. Το Lite 7 συναρπάζει με το μέγεθος και παρουσιάζει μια πιο creme υφή των ηλεκτρικών Fender του Smith & Murray, χάνοντας λίγο σε τομείς όπως η ταχύτητα και η αμεσότητα σε σχέση με τα πρόσφατα ψηφιακά της Bryston & Benchmark αλλά κερδίζοντας σε μέγεθος και σκηνικό ύψος/πλάτος.
Standard Lite 7 DAC: •Πυκνωτές Jupiter AM series •Λυχνίες: Standard Psvane 101D, με δυνατότητα να εισαχθούν 2A3, 6A3 ή 300B ή 45-245-345. •Level 7 PCM DAC 384 kHz •USB 32 bit/384 kHz •DSD engine ακριβώς ίδια όπως του Big 7. RCA έξοδος, USB & RCA-S/PDIF είσοδοι.
Σύστημα δοκιμής: ψηφιακές πηγές Bryston, Benchmark κα., ενισχυτές Jadis – Conrad/Johnson & Parasound (διάφορα μοντέλα), ηχεία Proac – Spicom – Triangle κ.α., καλώδια ρεύματος & accessories Synergistic Research – Cardas Golden Presence – Acoustic Zen – Goertz Silver Sapphire. Shunyata Research AC Conditioning (Hydra models).
LampizatOr Lite 7, λαμπάτος ψηφιακός μετατροπέας με DSD-engine και λυχνίες 2 x 300B / 45 / 101D. Τιμή: 5.000,-€ κατασκευάζεται στην Πολωνία.
.
Peter Menidiatis
Dimokritos Dravopoulos