Μπορεί πολλοί να έχουν μια παγιωμένη εικόνα στο μυαλό τους για τα αμερικανικά Jeff Rowland, αυτή των πολύ καθαρών, αναλυτικών και δυναμικών ενισχυτικών με τις μοναδικές “κυματιστές” προσόψεις, τα οποία υπηρετούν τη σχολή του πιουρίστικου-ουδέτερου solid state ήχου (εν αντιθέσει με την “Aμερικανιά” των πολλών watt, χωρίς πολλή φινέτσα), η πραγματικότητα όμως είναι πως ο εταιρικός ήχος έχει αρκετή ποικιλία και με κάθε νέο μοντέλο ο κατασκευαστής εξελίσσεται, κάποτε μάλιστα δημιουργεί και εκπλήξεις. Κάποια μοντέλα έχουν αποδειχτεί πιο επιτυχημένα από άλλα, δηλαδή πιο μουσικά, και κάποια έχουν δώσει έμφαση στην τεχνική πλευρά της αναπαραγωγής. Η αλήθεια είναι ότι αρκετοί οπαδοί της εταιρίας δεν είδαν με πολύ καλό μάτι την ευρεία υιοθέτηση των διακοπτικών module ICE Power τα περασμένα χρόνια, καθώς τα τελευταία τείνουν μάλλον προς τα τεχνοκρατικά-στεγνά πρότυπα αναπαραγωγής αλλά είναι επίσης αλήθεια πως ο κόσμος της τάξης Δ μεταβάλλεται διαρκώς και πλέον κινείται έντονα προς μια “αναλογική” κατεύθυνση. Από την πλευρά του, ο Jeff Rowland φροντίζει να αξιοποιεί κάθε θετική εξέλιξη σε αυτό το στρατόπεδο ή, ακόμη, και να την προκαλεί… Αυτό αντανακλάται στη σημερινή γκάμα της εταιρίας, που είναι ριζικά ανανεωμένη σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν. Τα ICE Power έχουν περιοριστεί στον εισαγωγικό τελικό Model 125 – και μάλιστα πρόκειται για νέο module με βελτιωμένα χαρακτηριστικά διαφάνειας και έκτασης στα πρίμα – και η συνέχεια δίνεται από τον τελικό της δοκιμής, τον Model 525 που έχει αντικαταστήσει τον Model 501. Αν εξαιρέσουμε το μεγάλο πλήκτρο για το standby στο κέντρο της πρόσοψης, ο (εν συντομία αποκαλούμενος) Μ525 αποτελεί μια πολύ γνώριμη φιγούρα στην αγορά καθώς οι διαστάσεις του μεσαίου μεγέθους σασί και η χαρακτηριστική πρόσοψη μεγάλου πάχους είναι ολόιδια με του προκατόχου του. Στην ουσία, η εταιρία απλοποίησε τα περασμένα χρόνια τη βάση της γκάμας της, καθώς τόσο ο Μ501 όσο και ο ελαφρά μικρότερος Μ201 -μονοφωνικοί και οι δύο με ICE και ισχύ στα 500 και 250W αντίστοιχα- έχουν δώσει τη θέση τους στον Μ525. Αυτός είναι πλέον στερεοφωνικός, με το νέο module της Pascal που αποδίδει 250W, όμως τα δύο κανάλια μπορούν να γεφυρωθούν μέσω διακόπτη για να δώσουν 950W σε φορτίο 8Ω!
Ατελείωτη Ισχύς
Όντας διαχρονικά οπαδός της μικρής ισχύος, η αλήθεια είναι ότι… ζαλίστηκα αρχικά με τις εκατοντάδες των watt που παράγονται από τόσο μικρά σασί, δεν άργησα όμως να μπω στο κλίμα της πολύ μεγάλης ισχύος. Νομίζω, δε, πως εντόπισα (τουλάχιστον στα χαρτιά) έναν μικρό συμβιβασμό, καθώς ο Μ501 έφθανε τα 1000W στα 4Ω ενώ ο γεφυρωμένος Μ525, λογικά, δεν κρατάει τέτοια ισχύ στα 4Ω (η εταιρία δεν δίνει νούμερο για τα 4Ω, παρά μόνο για τα 8Ω). Προφανώς, αυτή η επιλογή έχει κάποια σχέση με το νέο module ή/και την διακοπτική τροφοδοσία του, καθώς η ισχύς αυξάνει δραματικά στα 8Ω (τετραπλασιάζεται) και το ίδιο ισχύει για τον Model 125. Όλα αυτά φυσικά δεν έχουν καμία σημασία στην πράξη αν ο Μ525 παραμείνει σε stereo λειτουργία και, μιλώντας για “φυσιολογική” χρήση στο σπίτι, αυτά τα 250W με συντελεστή απόσβεσης 1000 θεωρούνται απολύτως επαρκή κατά τη γνώμη μου. Παρόλα αυτά, όποιος επιθυμεί σημαντικά μεγαλύτερη ισχύ από τα 250W/κανάλι και, ταυτόχρονα, πελώρια αποθέματα στα 4Ω (μιλάμε προφανώς για πολύ δύσκολα ηχεία σε πολύ μεγάλους χώρους), η λύση του ολοκληρωμένου Continuum S2 δείχνει προτιμότερη (αφού δίνει 400W/8Ω και 800W/4Ω). Τα νούμερα βέβαια δεν λένε όλη την αλήθεια κι έτσι εμείς μπήκαμε στον κόπο να συγκρίνουμε τον M525 με τον Continuum, με τη βοήθεια των πολύ απαιτητικών Avalon Idea. Εκεί φάνηκε ξεκάθαρα πόσο πολύ μπορεί να διαφοροποιηθούν δύο Jeff Rowland μεταξύ τους, όχι μόνο ως απόθεμα δύναμης αλλά και ως χροιά, παρότι και τα δύο αυτά μηχανήματα στηρίζονται σε διακοπτικά module της Pascal.
Ταυτότητα
Η “συμφέρουσα” πλευρά της τάξης Δ είναι εξαρχής φανερή στον Μ525, ξεκινώντας από τις μικρές διαστάσεις του σασί (21,3×7,2×33 εκ. ΠΥΒ) και το βάρος των 6,6 κιλών και συνεχίζοντας με τη μέγιστη κατανάλωση του 1KW, που είναι ελάχιστα μεγαλύτερη από την συνολική ισχύ που μπορούν να δώσουν στα ηχεία τα δύο κανάλια του στα 4Ω (ή, γεφυρωμένα, το ένα κανάλι στα 8Ω). Το μικρό βάρος οφείλεται βέβαια στην απουσία κλασικής ψύκτρας και γραμμικού τροφοδοτικού με μετασχηματιστή τροφοδοσίας. Παρότι το αλουμίνιο που χρησιμοποιείται είναι μεγάλου πάχους, το μέταλλο καθαυτό είναι ελαφρύ και άκαμπτο και εξασφαλίζει πολύ χαμηλή αποθήκευση ενέργειας. Καθώς μάλιστα το σασί κατασκευάζεται από ενιαίο κομμάτι αεροπορικού τύπου 6061-Τ6, εξαλείφονται πιθανές περιοχές ή σημεία στην κατασκευή (από ενώσεις) που θα συντόνιζαν, ώστε να μην συγχέεται η πιο ευαίσθητη μουσική πληροφορία από μικροφωνισμούς. Στη λογική του πολύ χαμηλού θορύβου και των μηδαμινών παρεμβολών που διέπει όλα τα Jeff Rowland εντάσσεται, εξάλλου, η χρήση μικροσκοπικών εξαρτημάτων επιφανείας σε όλο το κύκλωμα και μια σειρά ακόμη φροντίδες που υιοθετεί με ζήλο ο κατασκευαστής. Ο τελικός της δοκιμής μας ακολουθεί με συνέπεια τον κανόνα της αμερικανικής εταιρίας και διαθέτει στάδιο εισόδου με μετασχηματιστές σύζευξης της Lundahl. Τα μικρά αυτά “κουτάκια” στο δρόμο του σήματος μειώνουν τις ηλεκτρομαγνητικές παρεμβολές και απομονώνουν πιθανές πηγές hum από βρόχους γείωσης, ενώ εξασφαλίζουν τη συμμετρία στις δύο πλευρές (πολικότητες) της ζυγισμένης σχεδίασης, ειδικά αν χρησιμοποιηθούν προσαρμογείς XLR σε RCA στις (αποκλειστικά) ζυγισμένες εισόδους του. Τέλος, όπως όλοι οι τελικοί ενισχυτές της εταιρίας, διαθέτει τις διπλές μπόρνες της Cardas που σφίγγουν με μια κίνηση τις δύο πολικότητες της εξόδου, προσφέροντας σταθερότητα και αξιοπιστία. Όλα τα παραπάνω αφορούν εξίσου και τον βενιαμίν της γκάμας Μ125, όμως οι διαφορές με τον σχεδόν διπλάσιας τιμής Μ525 δεν αφορούν μόνο την (επίσης διπλάσια) ισχύ ή την καταγωγή του διακοπτικού module. Πράγματι, ο Μ525 κάνει σαφές στις “λεπτομέρειες” ότι είναι σε άλλη κλάση από τον εισαγωγικό Μ125 κι όχι μόνο εξαιτίας της πιο παχιάς πρόσοψης. Εδώ λοιπόν βρίσκουμε το σύστημα PFC στην τροφοδοσία, το οποίο διορθώνει τον συντελεστή ισχύος (power factor correction), με αποτέλεσμα μεγαλύτερη ησυχία και αποδοτικότητα, που φθάνει στο 99% της παροχής AC (κάτι που σημαίνει ότι η τάση του δικτύου και το ρεύμα που ρέει από το διακοπτικό τροφοδοτικό προς τα ηχεία “συνεργάζονται” ιδανικά, για μικρότερες απώλειες σε θερμότητα). Υπάρχει ένα ακόμη “πονηρό” σημείο στον M525, η χρήση κεραμικού τύπου πλακέτας στην είσοδο, κατασκευής της Rogers Corporation, μια φροντίδα που συναντάμε ξανά στον μονοφωνικό M725 και στα δύο κορυφαία μοντέλα τελικών της εταιρίας.
Γλυκιά έκπληξη
Ο Μ525 έχει βέβαια αρκετή δύναμη για να οδηγήσει με επάρκεια τα περισσότερα αναίσθητα ηχεία της κατηγορίας του αλλά και αρκετό gain για να μπορεί να οδηγηθεί απευθείας από μια καλή πηγή, που μπορεί μάλιστα να είναι και λαμπάτη χάρη στην βολική αντίσταση εισόδου των 40ΚΩ. Τον ακούσαμε από μόνο του αλλά και σε συνδυασμό με τον Capri S2 της Jeff Rowland, που αποτελεί κάτι σαν το ταίρι του, ενώ έκανε σαφές ότι δεν πολυανέχεται λαμπάτους προενισχυτές αν αυτοί δεν διακρίνονται από καλή ησυχία και αναλυτικότητα. Σε γενικές γραμμές, ο τελικός αυτός δεν αποκλίνει από την εταιρική ταυτότητα, όμως είναι “στημένος” αρκετά διαφορετικά τόσο δίπλα στον Continuum όσο και τον Μ125. Ίσως η εταιρία να τον προορίζει για μια πιο πασπαρτού λύση, ίσως πάλι πράγματι να φέρνει μια νέα πνοή στη γκάμα, όντας η πλέον πρόσφατη σχεδίαση της Jeff Rowland. Όποια κι αν είναι η ιστορία πίσω από τον νέο μικρομεσαίο τελικό της εταιρίας, γεγονός είναι ότι εδώ έχουμε μια σχεδόν λαμπάτη παρουσίαση της μουσικής (με την καλή έννοια), πλήρη διαφάνειας και ηχοχρωμάτων, με αξιόλογη αμεσότητα στην εστίαση και τις αντιθέσεις και μια χαρακτηριστικά “ζουμερή” τρισδιάστατη απεικόνιση. Όλα αυτά διαγράφονται γλαφυρά επάνω σε ένα πολύ ήσυχο φόντο, με λεπτομέρεια για βραβείο και έλλειψη στρες στην απόδοση των μεταβατικών, πράγματα που βρίσκει κανείς σε όλα τα μηχανήματα της εταιρίας βεβαίως αλλά που δεν αρκούν από μόνα τους για να μεταδώσουν τη συγκίνηση της μουσικής. Ο Μ125 είναι πιο “τρανζίστορ” σε σύγκριση, δηλαδή πιο λεπτός και επίπεδος και ο Continuum από την πλευρά του, αν και εξίσου ολογραφικός και περισσότερο πληθωρικός χαμηλά, δεν προβάλλει τόσο έντονα το τίμπρο και δεν αφήνει εύκολα μια τόσο όμορφη αίσθηση στα ηχοχρώματα όσο ο Μ525. Βέβαια, ο Continuum είναι… killer σε θέματα δυναμικής περιοχής, ανάλυσης και βαθέος χαμηλού, καθώς και σε πυκνότητα της σκηνικής απεικόνισης και σε αυτούς τους τομείς υπερέχει αισθητά του μικρότερου Μ525.
Παρέα με τα Avalon Idea, ο “μικρός” επικεντρώθηκε κυρίως στη μεσαία και υψηλή περιοχή, την άνοιξε σα λουλούδι και άφησε μια πολύ όμορφη πολύχρωμη οργανική υπογραφή στις χροιές, ενώ έδειξε πραγματικό ταλέντο στα πρίμα που, πλέον, δεν έχουν καμία υπόνοια στεγνότητας σε σχέση με τις παλαιότερες γενιές του μοντέλου. Έδωσε επίσης ένα “έξτρα” σώμα στις ανώτερες χαμηλές κάνοντας τα πράγματα ευκολότερα ειδικά στις μέτριες ηχογραφήσεις, ανταποκρίθηκε όμως άψογα όταν είδε καλύτερες πηγές στο σύστημα ή πολύ προσεγμένο υλικό, πράγμα που σημαίνει ότι η μικρή του ευφωνικότητα καθόλου δεν τον εμποδίζει να γίνει πολύ αποκαλυπτικός. Από την άλλη, το μικρό Avalon περιορίστηκε λίγο κάτω από τα 50Hz και μάζεψε περιφερειακά η σκηνή του σε σχέση με την οδήγηση του Continuum, ίσως όμως έγινε λίγο πιο τρισδιάστατη και ευκίνητη πέριξ του κέντρου. Όσο καλύτερα γνώριζα τον Μ525, τόσο περισσότερο μου φαινόταν ως η πιο πετυχημένη “λαμπάτη” εκδοχή της τάξης Δ που έχω ακούσει μέχρι σήμερα. ΟΚ, τα Avalon είναι σούπερ απαιτητικά στο βαθύ χαμηλό και ποτέ δεν στο δίνουν “τζάμπα” αλλά ακόμη κι έτσι δεν αισθανόσουν ότι κάτι λείπει από το Idea παρέα με τον Μ525, πόσο μάλλον με ηχεία που έχουν από μόνα τους πιο πληθωρικά μπάσα, όπως συμβαίνει με πολλά βρετανικά και γαλλικά. Ο τελικός αυτός δεν θα πει όχι ακόμη και σε ηχεία υψηλής ευαισθησίας. Κανείς Rowland δεν θα “φωνάξει” βέβαια σε τέτοιες συνθήκες, είναι όλοι τους ήσυχοι και ήρεμοι, όμως σε αυτά τα ηχεία το ζητούμενο είναι η αμεσότητα στις αντιθέσεις και η φρεσκάδα στη ροή, στοιχεία που ενυπάρχουν στον M525 και μάλιστα έντονα, θα λέγαμε ότι βρίσκονται στο προσκήνιο και σχεδόν τον χαρακτηρίζουν. Αυτό γίνεται ακόμη πιο φανερό στις μεσοϋψηλές, όπου μπορεί κανείς εύκολα να ανιχνεύσει μια τριοδική διάθεση “φωτισμού” της μουσικής εκ των έσω με πιο “αφράτα” περιγράμματα, η οποία παραπέμπει έντονα σε τριοδικό push-pull. Συγκριτικά, ο Continuum εκεί είναι πιο σκοτεινός και σφιχτός αλλά, ίσως, περισσότερο ακριβής και σταθερός ειδικά όταν θα ανέβουν οι στάθμες. Αυτός ο πιο “σοβαρός και συγκρατημένος” τονικός χαρακτήρας του Continuum είναι κάτι που έχω μάθει να περιμένω από πολύ ισχυρούς ενισχυτές με τρανζίστορ (π.χ Hegel H300, Quad QMP), το θεωρώ κάτι σαν αναπόσπαστο τμήμα της ποιοτικής μεγάλης ισχύος. Αντίθετα, ο πιο ανάλαφρος και “χαρούμενος” Model 525 κινείται σε τονικά αχνάρια πιο χαρακτηριστικά της μικρής-μέσης ισχύος, είναι θα έλεγα πιο ευέλικτος και άμεσος, παρά το γεγονός ότι αποδίδει τόσο πολλά watt.
Τελικά, η τάξη Δ μπορεί να ξεκίνησε εφετζίδικα και φασαριόζικα πριν από 10-15 χρόνια, μπορεί να είχε φανερά σημεία συμβιβασμού ακόμη και στην προ πενταετίας εκλεκτή οικογένεια των Rowland, η σύγχρονη όμως εκδοχή των Jeff είναι πιο ώριμη από ποτέ, κοιτώντας στα μάτια λάμπες και τρανζίστορ.
Σύστημα δοκιμής: ψηφιακές πηγές Gold Note Koala & CD-7, Line Magnetic 502CA, MSB The Analog, ενισχυτές Korato V8, Sansui AU-505 (mod), KingRex T20+PSU, ηχεία Avalon Idea, Ocellia Calliope.30 Signature, DIY open baffle με Fostex, καλώδια ρεύματος, interconnects & ηχείων Transparent, Ringmat & accessories Ringmat Developements
Jeff Rowland Model 525, τελικός ενισχυτής τάξης Δ, σχεδίαση/κατασκευή στις ΗΠΑ. Τιμή: 4.900€
Paris Kotsis