Golden Acoustics Acoustician mr. Thalis Menexelis
INTERVIEW
Ο Θαλής Μενεξελής αποτελεί αναμφίβολα μια γνώριμη φιγούρα στον χώρο της υψηλής πιστότητας. Με σπάνια ταλέντα, ευφυΐα αλλά και χαμηλό προφίλ, με σπουδές στη μουσική, τη φυσική και ειδίκευση στην ακουστική, ο Θαλής δραστηριοποιείται εδώ και τρεις δεκαετίες περίπου στον ευρύτερο χώρο του audio. Η έκρηξη του hi-end από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και ύστερα τον βρήκε με τη δική του μάρκα ηχείων, ενισχυτών και πηγών ήχου, τα Θήτα-Μι, και πολλοί θυμούνται τη συμμετοχή του στα hi-end show κοντά στο millenium. Παρότι οι περισσότεροι συμφωνούν ότι αυτές οι σχεδιάσεις ήταν κάτι παραπάνω από ανταγωνιστικές και για πολλούς αρκετά καινοτομικές, τα Θήτα-Μι δεν κατάφεραν να εδραιωθούν εμπορικά στην ελληνική αγορά, ίσως και λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης του καταναλωτικού κοινού σε νέους Έλληνες κατασκευαστές (κάτι που δυστυχώς ισχύει μέχρι σήμερα). Η συνέχεια βρίσκει τον Θαλή Μενεξελή να συνεργάζεται με την Metro Audio Systems όπου στήνει μεγάλες επαγγελματικές εγκαταστάσεις ήχου και σχεδιάζει πρωτότυπα προϊόντα, όπως Line Array συστήματα (E-Array, Theta Array) ή τα υπογούφερ με την φόρτιση Thalis Hybrid Loading που απέκτησαν φήμη για τις σπουδαίες επιδόσεις τους στο βαθύ χαμηλό. Οι ακουστικές μελέτες οικιακών χώρων είναι το επόμενο στάδιο των δραστηριοτήτων του Θαλή και τον βρίσκουμε να συνεργάζεται με την Golden Acoustics, όπου αναλαμβάνει τον σχεδιασμό τη μελέτη και την ανακατασκευή ενός χώρου. Όλα αυτά τα χρόνια, όμως, ο Έλληνας σχεδιαστής δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια σε ότι αφορά το hi-fi, αντίθετα συσσώρευσε εμπειρία και γνώσεις και έρχεται σήμερα, σε μια ιδιαίτερη δύσκολη συγκυρία για τη χώρα μας, να κάνει το επόμενο βήμα με τα δικά του και πάλι ηχεία. Ελάχιστοι γνωρίζουν ότι κάτι τέτοιο είναι στα σκαριά κι εμείς δεν χάσαμε την ευκαιρία για μια μικρή κουβέντα με τον Έλληνα σχεδιαστή.
-Γεια σου Θαλή, χρόνια και ζαμάνια! Πρέπει να ήταν στην εκδήλωση της Metro, περί τα δέκα χρόνια πριν, που τα είπαμε για τελευταία φορά από κοντά. Πες μας λίγα λόγια για το πλέον ενεργό κομμάτι της δουλειάς σου, τις ακουστικές μελέτες. Συνεργάζεσαι μήπως με κάποιο οίκο του εξωτερικού; Αν όχι, σε τι βαθμό καλύπτεις τις ανάγκες μιας τέτοιας μελέτης με αποκλειστικά δικά σου μέσα;΄Έχεις κάποια σχέδια για “εξαγωγή” της συγκεκριμένης δραστηριότητας;
Με τις ακουστικές μελέτες άρχισα ν’ απασχολούμαι εξαιτίας αναγκών που έφεραν στην επιφάνεια επαγγελματικές ηχητικές εγκαταστάσεις. Από την κάλυψη ενός εσωτερικού χώρου με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και τις λιγότερες δυνατές πηγές, την καταπολέμηση της οχλοβοής, της σχέσης της τελευταίας με το ηχητικό άκουσμα, την ευκρίνεια του ακούσματος σχετικά με τα εγγενή ακουστικά χαρακτηριστικά ενός χώρου, τα προβλήματα ισορροπημένης κάλυψης τεράστιων υπαίθριων χώρων, χρονοκαθυστερήσεων, ως και τα προβλήματα μετάδοσης του ήχου σε μεγάλες αποστάσεις στο ύπαιθρο, όχλησης γειτονικών κατοικιών ή και οικισμών, αλλά και αντιμετώπισης περιβαλλοντολογικών θορύβων, ένα πολύ μεγάλο πλήθος συναφών αναγκών με οδήγησε από πριν μια δεκαπενταετία στη διερεύνηση λύσεων για όλα αυτά τα προβλήματα που άπτονται της ακουστικής επιστήμης.
Η διεθνής βιβλιογραφία, η δυνατότητα να βρει κανείς στον ιστό σύγχρονες μελέτες για όλα αυτά τα ζητήματα από γνωστούς ξένους acousticians, αλλά και η σταδιακή εμφάνιση δυνατών και εξειδικευμένων για κάθε τομέα της ακουστικής CAD προγραμμάτων με βοήθησαν να ξεκινήσω σταδιακά ν’ αναλαμβάνω ακουστικές μελέτες, αφού στην Ελληνική αγορά η σχετική δραστηριότητα ήταν (και μάλλον είναι) αρκετά υποβαθμισμένη και οι δυνατότητες ανάληψης αυτού του μελετητικού έργου από άλλους ήταν περιορισμένες.
Μπαίνοντας βαθύτερα στα προβλήματα που μου έφερναν οι διαρκείς ανάγκες ενός ιδιαίτερα ζωντανού κλάδου όπως ο επαγγελματικός ήχος απέκτησα και πολλές γνώσεις και μεγάλη εμπειρία, κι έτσι, από το 2007 κι ύστερα ξεκίνησα λίγο-λίγο να φτιάχνω τα δικά μου υπολογιστικά εργαλεία, στην αρχή για πολύ ειδικές δουλειές όπου δεν με κάλυπταν τα υπάρχοντα και στη συνέχεια και για γενικότερη χρήση. Αυτή η δραστηριότητα κατέληξε στην επί σχεδόν τετραετία (2009-2013) σχεδόν αποκλειστική ενασχόλησή μου με τον πολύ φιλόδοξο στόχο του προγραμματισμού ενός CAD-σουίτας ακουστικής όπου το κυρίως ζητούμενο ήταν να μπορεί να επεξεργάζεται και ν’αποφαίνεται σχετικά με οποιοδήποτε πρόβλημα ακουστικής, να δίνει λύσεις για οτιδήποτε είχα συναντήσει ως τότε αλλά και οτιδήποτε έχει τύχει θεωρητικής επεξεργασίας στην ακουστική επιστήμη, κι επομένως για οποιοδήποτε πρόβλημα μπορούσε δυνητικά να μου προκύψει στο μέλλον. Όλα τα κλασικά ακουστικά προβλήματα, κλειστών κι ανοικτών χώρων, οποιεσδήποτε συστοιχίες και τύποι ηχείων, περιβαλλοντολογικά κι ατμοσφαιρικά ζητήματα, κανάλια και συστήματα εξαερισμών, στοιχεία θορύβου από οποιοδήποτε μηχανικό σύστημα (από μικρές μηχανές ως ανεμογεννήτριες κοκ), υπολογισμοί απομόνωσης τοιχίων και χώρων, αυτοκινητόδρομοι και λοιπά μέσα μεταφοράς και πολλά ακόμη, συμπεριλήφθηκαν στην σουίτα στη βάση των πιο σύγχρονων ακουστικών θεωριών κι ερευνών.
Το πρόγραμμα αυτό είναι έκτοτε το κύριο εργαλείο της δουλειάς μου, πλέον σχεδόν αποκλειστικό, και με μικρές προσθήκες που κατά καιρούς κάνω μπορώ να πω ότι μου δίνει εξαιρετικές δυνατότητες επεξεργασίας κι αντιμετώπισης προβλημάτων αλλά και παρουσίασης των λύσεων.
-Ποια η σχέση σου με την Golden Acoustics, Μίλησε μας λίγο για αυτή την ομάδα που ανήκεις. Έχουν γίνει εγκαταστάσεις και ποια η τελική γνώμη των πελατών σας;
Με τον Κώστα Καπερώνη της Golden Acoustics γνωρίζομαι περίπου 15 χρόνια. Μέσω κυρίως του Κώστα διατήρησα την επαφή μου με τον κλάδο του Hi-End όταν έκλεισα την Θήτα-Μι κι ενόσω ασχολούμουν κυριότερα με τον επαγγελματικό ήχο. Με τον καιρό, παρουσιάστηκε και η ανάγκη μελέτης οικιακών χώρων σε περιπτώσεις όπου είχε γίνει σημαντική επένδυση σε μηχανήματα ήχου. Ο Κώστας απασχολούνταν κι αυτός από καιρό με την ακουστική επεξεργασία χώρων ακρόασης, έχοντας συνειδητοποιήσει την ανάγκη, κι έτσι η συνεργασία μεταξύ μας προέκυψε άκοπα και φυσικά. Σταδιακά κάναμε μαζί επεμβάσεις σε κάποιους χώρους, αρχικά ιδιωτικούς, κι όταν κατακτήσαμε αξιόλογα αποτελέσματα παρουσιάσαμε τη δουλειά μας και σε τρίτους, ξεκινώντας μια επαγγελματική συνεργασία, μαζί με συνεργάτες του εγκαταστάτες, ακουστικής μελέτης σχεδιασμού και κατασκευαστικής επέμβασης σε συνήθης οικιακούς χώρους ακρόασης. Τα λίγα τελευταία χρόνια και με την συσσώρευση εμπειρίας καταλήξαμε και σε κάποιες νέες κατασκευαστικές λύσεις και σε πρωτότυπα ακουστικά στοιχεία. Μπορώ πια να πω ότι σε όλες τις εγκαταστάσεις των τελευταίων ετών τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά, ανεξαρτήτως εμπειρίας του κρίνοντα, και ακουστικά ευεργετικά ανεξαρτήτως πηγής και συστήματος. Σε όλες αυτές τις εγκαταστάσεις η ανταπόκριση είναι εντυπωσιακά σταθερή: Όλοι μιλούν για ένα αποτέλεσμα πολύ καλύτερο από αυτό που περίμεναν και τάξης μεγέθους τέτοιας που οποιαδήποτε ανάλογη επένδυση σε μηχανήματα δε θα μπορούσε να δώσει.
-Πόσο σημαντική είναι η επίδραση της ακουστικής μελέτης/ειδικής φροντίδας ενός χώρου στο τελικό αποτέλεσμα ενός συστήματος; Δεν αρκεί να στρέψεις τα ηχεία επάνω σου και να καθίσεις κοντά τους ώστε να πάρεις μόνο τον direct ήχο, σε συνδυασμό με τυπικό “ντύσιμο” του χώρου, όπως πιστεύουν αρκετοί; Υπάρχουν τύποι ηχείων που είναι πιο ανεκτικοί στις ιδιαιτερότητες ενός τυπικά φροντισμένου οικιακού χώρου; Σε τι χρόνους αντήχησης στοχεύεις και πόσο διαφέρουν οι ανάγκες μιας οικιακής εγκατάστασης από εκείνες ενός στούντιο ηχογραφήσεων;
Αν μου επιτρεπόταν να ορίσω εμπειρικά και σχετικά αυθαίρετα το ποσοστό συνεισφοράς της ακουστικής αρτιότητας ενός χώρου στο μουσικό άκουσμα, θα το έθετα στο τουλάχιστον 60%, ίσως και 70% του αποτελέσματος. Ο απευθείας ήχος για τον οποίον υπεύθυνα είναι μόνον τα μηχανήματα αναπαραγωγής συνιστά σε έναν τυπικό οικιακό χώρο ακρόασης το 10 ως 25% του ακούσματος σε όρους ηχητικής πίεσης, ανάλογα με την απορροφητικότητα των υλικών και την απόσταση του ακροατή από τα ηχεία. Ακόμη και σε πολύ κοντινές αποστάσεις, της τάξης των 2 μέτρων από τα ηχεία, και σε χώρους με σημαντική απορροφητική ικανότητα, το πιθανότερο είναι ότι ο ακροατής δεν βρίσκεται στο Near Field, δηλαδή δεν δέχεται περισσότερη ακουστική πίεση από τα ηχεία απ’ ό,τι δέχεται από το πεδίο αντήχησης του χώρου. Στους συνήθεις οικιακούς χώρους και με τυπικών προδιαγραφών διασποράς ηχείων η απόσταση DCritical (η απόσταση από τις πηγές πέραν της οποίας μπαίνει κανείς στο ανακλαστικό πεδίο που είναι πια ισχυρότερο από την απευθείας ακτινοβολία) είναι, στις χαμηλομεσαίες συχνότητες, περί τα 1.2-1.5 μέτρα. Ακόμη και στα στούντιο, που είναι χώροι με αρκετή απορρόφηση και χαμηλή αντήχηση, Near Field θεωρούνται μόνον τα μικρά μόνιτορ που βρίσκονται στην ίδια την κονσόλα. Καθίσταται έτσι φανερό ότι στις συντριπτικά περισσότερες συνθήκες το πεδίο αντήχησης που διαμορφώνει ένας κλειστός χώρος αποτελεί μεγαλύτερο μέρος του τελικού ακούσματος κι ως εκ τούτου η ποιότητά του και τα χαρακτηριστικά του είναι κεφαλαιώδους σημασίας.
Ακόμη όμως κι αν εισαγάγαμε σε έναν χώρο ικανή απορρόφηση και καθόμασταν στο εγγύς πεδίο στρέφοντας τα ηχεία πάνω μας, δε θα είχαμε λύσει όλα μας τα προβλήματα, παρά μόνον αν στην ηχογράφηση είχαμε καταγραμμένη όλη την πληροφορία του αρχικού χώρου αναπαραγωγής της μουσικής. Το τελευταίο όμως δεν συμβαίνει, αφού οι περισσότερες ηχογραφήσεις εμπεριέχουν λίγη μόνον αντήχηση, ακριβώς γιατί φτιάχνονται για να ακουστούν σε κλειστούς χώρους που παράγουν τη δική τους αντήχηση. Ιδανική συνθήκη έχουμε όταν ένας κλειστός χώρος παράγει μεν αντήχηση, αλλά με τρόπο όχι επεμβατικό, δηλαδή παράγει εκείνο το είδος αντήχησης που απαντάται σε μεγάλους και καλοφτιαγμένους χώρους που δεν γίνεται αντιληπτό ως ξεχωριστή οντότητα αλλά μπορεί κι επικάθεται στο απευθείας άκουσμα έτσι που η ακουστική αντίληψη να καταχωρεί αυτή την αντήχηση ως κάτι που ανήκει στο πραγματικό γεγονός, στο χώρο όπου παράχθηκε αρχικά η μουσική. Αν η ηχογράφηση εμπεριέχει έστω και λίγα στοιχεία του αρχικού χώρου, η αντήχηση ενός μελετημένου χώρου ακρόασης απλώς τα μεγεθύνει και τα φέρνει πειστικά στην επιφάνεια, είναι δηλαδή μια οδός ανάδειξής τους.
Σε ό,τι αφορά τα ηχεία και το σχεδιασμό τους, το αν θα είναι παντοκατευθυντικά (με μεγάφωνα στον κάθετο άξονα κι ανακλαστήρες, για παράδειγμα) ή δίπολα ή κλασικά μονόπολα, μικρά ή μεγάλα με πολλούς δρόμους, παίζει πολύ μικρότερο ρόλο απ ό,τι φανταζόμασταν παλιά. Ένας καλοσχεδιασμένος χώρος, ακόμη κι αν έχει σχεδιαστεί εντελώς ανεξάρτητα από τις χρησιμοποιούμενες πηγές, θα ωφελήσει όλες αυτές τις σχεδιάσεις με παραπλήσιους τρόπους, ειδικά αν ο χώρος έχει σχεδιαστεί με σύγχρονες αντιλήψεις και φροντίδα. Δεδομένων των ηχείων πάντως, η ακουστική επεξεργασία μπορεί να διαφοροποιηθεί και να προσαρμοστεί ειδικότερα σε αυτά, απλώς αυτό δεν είναι απαραίτητος όρος για να επιτύχει.
Στα στούντιο ηχογράφησης του εξωτερικού έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια μια αλλαγή παραδείγματος, με την ισχυρή απορρόφηση να εγκαταλείπεται και νέες σχεδιάσεις και νοοτροπίες (του τύπου Reflection Free Zone, για παράδειγμα) να κερδίζουν έδαφος. Το νέο παράδειγμα δίνει βάρος στην αποφυγή κοντινών ανακλάσεων, στην αναδιευθέτησή τους στο χώρο και το χρόνο (καθορίζονται οι διευθύνσεις από τις οποίες έρχονται, αργότερα πια, στον ακροατή), και στην εισαγωγή κυρίως διαχυτικών παρά απορροφητικών στοιχείων. Αυτό το παράδειγμα είναι και το παράδειγμα που ακολουθούμε κι εμείς και στους σπιτικούς χώρους, καταρχήν διότι δεν εξαρτάται από την κατάργηση της αντήχησης, δηλαδή την εισαγωγή πολλών απορροφητικών υλικών και το μετασχηματισμό ενός χώρου σε σχεδόν ανηχοϊκό θάλαμο. Τελευταία λοιπόν ο σχεδιασμός των στούντιο συμπεριλαμβάνει στοιχεία ζωντανών χώρων παραγωγής της μουσικής, μελετά τρόπους ώστε το πεδίο αντήχησης να μην κουρευτεί, αλλά να αποκτήσει εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα το καταστήσουν μεγεθυντικό φακό του απευθείας ηχητικού μετώπου, όπως ακριβώς λειτουργούν και οι καλοσχεδιασμένοι χώροι συναυλιών: Η καταγωγική ανάγκη είναι ίδια εντέλει, να διατηρηθεί ένα ηχόχρωμα, μια διάσταση, μια τοποθέτηση στο χώρο, με το πεδίο αντήχησης μόνον ν’αναδεικνύει αυτές τις ποιότητες. Αυτές τις κατευθυντήριες αρχές έχουμε κι εμείς όταν επεξεργαζόμαστε έναν καλό οικιακό χώρο ακρόασης, που έτσι παραμένει φιλικός κι ως χώρος διαβίωσης, με τα καλά ακουστικά του χαρακτηριστικά να ωφελούν κι οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα εντός του. Σε ό,τι αφορά, τέλος, τους χρόνους αντήχησης, υπάρχει μια γενική στόχευση ανάλογα με τον όγκο ενός χώρου, ένα εύρος τιμών κι όχι μια μόνον τιμή, αφού δεν είναι τόσο κρίσιμο μέγεθος όσο είναι το ποσοστό διάχυσης, ο χρόνος εμφάνισης των πρώτων ανακλάσεων, ή η αναλογία πλάγιων προς παράλληλων με το άκουσμα ανακλάσεων για παράδειγμα. Ο συνολικός χρόνος αντήχησης που επιλέγεται καθορίζει μόνον μερικώς την ακουστική αντίληψη του όγκου ενός χώρου, επιλέγεται δε και στη βάση του είδους του ακούσματος (αν είναι κυρίως ορχηστρική μουσική, ή φωνητικά, ή σύγχρονη ροκ) αλλά και στη βάση του οικιακού χώρου και των λοιπών χρήσεων.
-Οι εγκαταστάσεις των ultra hi-end συστημάτων, όπως το πριβέ στούντιο της Golden Acoustics που ολοκληρώσατε πρόσφατα με τα μεγάλα Utopia, αυξάνουν το βαθμό δυσκολίας της μελέτης; Τι πετύχατε σε αυτό το χώρο που έχει συζητηθεί πολύ?
Πέρα από το μέγεθος και τη διασπορά του εκάστοτε ηχείου που παίζει σε έναν χώρο, μήπως μετράει και η αποκαλυπτικότητα του συστήματος όταν θα κληθείς να “στρώσεις” ακουστικά τον χώρο/σύστημα αυτό;
Η δυσκολία θα έλεγα πως δεν εξαρτάται από την ποιότητα ενός συστήματος, όσο εξαρτάται από μερικά βασικά στοιχεία του χώρου, όπως ο όγκος του, το ύψος, το πλάτος, και φυσικά οι δυνατότητες επέμβασης εντός του (οι διαθέσιμες επιφάνειες). Ο συγκεκριμένος χώρος ήταν καταρχήν ευεργετικά μεγάλος, και στην ακουστική ο διαθέσιμος όγκος είναι σύμμαχος. Η αποκαλυπτικότητα του συστήματος αυτή καθαυτή δεν αποτελεί εμπόδιο, αλλά μόνον εργαλείο αν θέλει κανείς να προχωρήσει σε βελτιστοποίηση, σε διαδικασία δοκιμής μικρών αλλαγών και αξιολόγησή τους. Έτσι, μπορώ να πω ότι η μελέτη δεν ήταν πιο δύσκολη σε αυτόν τον χώρο – απλώς την ίδια στιγμή το σύστημα μας παρείχε την πλατφόρμα να έχουμε μεγαλύτερο ενδιαφέρον να δοκιμάσουμε μικρές διαφοροποιήσεις και να βελτιστοποιήσουμε τις κατασκευές μας, τους διαχυτές μας, τις γωνίες των ανακλαστήρων, να κάνουμε μικρορυθμίσεις της απορρόφησης στις χαμηλές, και γενικότερα να έχουμε ενδιαφέρον να περάσουμε ένα σημαντικό χρόνο ακούγοντας, μετρώντας, και δοκιμάζοντας.
Σε αυτόν τον χώρο αυτό που κυρίως εντυπωσιάζει είναι η πλήρης εικόνα της νοητής σκηνής (όργανα, θέση τους στο χώρο, τονική ισορροπία) σε σχεδόν όλες τις θέσεις της επιφάνειας. Καθώς είναι ένας μεγάλος χώρος έχει κανείς εγγενώς τη δυνατότητα να κάτσει σε πολλά μέρη, κοντά σε γωνιές, κοντά και μακριά από τα ηχεία, ή και πολύ πλάγια, και το γεγονός ότι σε όλες αυτές τις θέσεις το άκουσμα παραμένει πειστικό και χορταστικό (προσωπικά κάθομαι, ακόμη και προκειμένου για κριτικές ακροάσεις, στο πάσο του μπαρ κοντά στη γωνιά), με εξαιρετικές τοποθετήσεις κι αποστάσεις μεταξύ των οργάνων, είναι ως και αφοπλιστικό. Ακόμη κι εμείς που τον φτιάξαμε ανακαλύψαμε ότι είχαμε υποτιμήσει εντός μας τις δυνατότητες της στερεοφωνικής αναπαραγωγής, ότι είχαμε υποτιμήσει και το ποσοστό συμμετοχής του ανακλαστικού πεδίου του χώρου στην στερεοφωνία, αφού το τελικό αποτέλεσμα μας εκπλήσσει ακόμη και τώρα.
Πρέπει να σημειωθεί ότι σε αυτόν το χώρο υπήρχε ακουστική επεξεργασία και πριν την πρόσφατη, στην οποία είχαν χρησιμοποιηθεί απορροφητικά πανέλα αλλά και έτοιμοι διαχυτές του εμπορίου, σε αντίστοιχη επιφάνεια με αυτήν που και τώρα χρησιμοποιήσαμε. Η διαφορά των δύο λύσεων ήταν εντυπωσιακή, κι αν μπορούσε να περιγραφεί συνοπτικά ήταν η διαφορά ανάμεσα σε ένα παλιό παράδειγμα, μάλλον μουντό στ’ αυτιά που προέκρινε κύρια την ακρίβεια, και που την επιτύγχανε σε κυρίως μια θέση ακρόασης, και σε ένα σύγχρονο παράδειγμα με μάλλον περισσότερη ακρίβεια σε σχεδόν όλη την επιφάνεια του χώρου αλλά και πολλά άλλα στοιχεία ενδιαφέροντος, που ικανοποιεί με οποιαδήποτε ηχητική πληροφορία εντός του, είτε πρόκειται για σφύριγμα, είτε για συζήτηση, είτε για μουσική αναπαραγωγή με μικρό ή μεγάλο σύνολο.
Αντίστοιχη ακουστική επεξεργασία ετοιμάζουμε τώρα και για ένα καινούργιο στούντιο της Golden Acoustics, μικρότερου όγκου, που κατασκευάζεται στο κέντρο της Αθήνας, όπου θα επιδεικνύονται και μικρότερα συστήματα.
…έγιναν και κάποια σεμινάρια – παρουσιάσεις μέσα σε αυτό τον χώρο??
Έχουν γίνει αρκετές παρουσιάσεις σ αυτόν τον χώρο, με μάλλον σημαντικότερη εκείνη του τέλους του Φεβρουαρίου του 2016 προς τον σύλλογο ACA, όπου κάναμε κι ένα μικρό σεμινάριο, εισαγωγής στην ακουστική οικιακών χώρων, προς τα μέλη του. Δεδομένης της ανταπόκρισης σκοπεύουμε να επαναλάβουμε κι επεκτείνουμε στο μέλλον αυτή τη δραστηριότητα, μπαίνοντας και σε ειδικότερα κομμάτια της ακουστικής αλλά και της ίδιας της αναπαραγωγής από τα συστήματα.
-Πόσο συμμετέχει το γούστο και το αυτί του ακροατή-πελάτη στην τελική μορφή της εγκατάστασης αν π.χ επιθυμεί έμφαση στις δυναμικές ή τη λεπτομέρεια; Πόσο ευέλικτες είναι αυτές οι κατασκευές για αλλαγές σε δεύτερο χρόνο και πόσο καιρός απαιτείται μέχρι να ολοκληρωθούν κατά μέσο όρο; Τι κόστος θα πρέπει να περιμένει ο ενδιαφερόμενος για το τυπικό ελληνικό σαλόνι;
Η ακουστική επεξεργασία δεν συμπεριλαμβάνει τέτοιες πρόνοιες, συμβιβασμούς και χρυσές τομές. Η καλή ακουστική εξ ορισμού θ’ αναδείξει όλες αυτές τις ποιότητες, που στην πραγματικότητα δεν αντιμάχονται η μία την άλλη: Η λεπτομέρεια και τα μικροδυναμικά μπορούν ν’ αναδεικνύονται ταυτόχρονα με τον όγκο και την αίσθηση του συμπαγούς ‘κύματος’ που παράγει μια μεγάλη ορχήστρα, αρκεί το σύστημα να είναι ικανό για την αναπαραγωγή τους. Σκοπός ενός καλού ανακλαστικού περιβάλλοντος είναι να προστατέψει όλα όσα επέλεξε να γράψει ένας ηχολήπτης σε ένα δίσκο, εντάσσοντάς τα πειστικά στον χώρο όπου διαμείφθηκαν, όπου ‘ανήκει’ αυτή η μουσική παραγωγή. Σκοπός είναι δηλαδή το ανακλαστικό περιβάλλον να αποκτήσει εκείνα τα στοιχεία που δεν θα επιβάλλονται (μέσω διακριτών ανακλάσεων, επέμβασης στην τονική ισορροπία, αλλοίωση της νοητής σκηνής, κοκ) έτσι που ο χώρος μας να είναι παρών σε όλες τις ηχογραφήσεις ισοπεδώνοντάς τις, αλλά που θα επικάθονται ‘μεγεθυντικά’ (όπως ακριβώς λειτουργεί το πεδίο αντήχησης σε έναν μεγάλο χώρο) κι ευεργετικά στην πληροφορία που είναι ήδη διαθέσιμη στον δίσκο. Το μικρό άκουσμα και η λεπτομέρεια δε θα μεταβληθεί ως προς το μέγεθος της πηγής που τα προκάλεσε, απλώς θα φτάσει στα αυτιά μας καλύτερα συντηρημένο, ενώ θα δοθεί και σε μεγαλύτερο εύρος της επιφάνειας έτσι που να μπορούν να το απολαύσουν και περισσότεροι.
Οι κατασκευές που κάνουμε είναι αρκετά ευέλικτες, ειδικά αν ο ενδιαφερόμενος δεν θέλει εξαρχής να επέμβει δραστικά στο χώρο του, οπότε γίνεται μια ιεράρχηση και μπαίνουν στοιχεία που αντιμετωπίζουν τα κυρίως προβλήματα σε όποιο βαθμό είναι εφικτό με τέτοιον τρόπο που να μπορούν να επεκταθούν σε δεύτερο χρόνο, στο μέλλον. Τυπικά ο χρόνος παράδοσης είναι περίπου 3 με 4 εβδομάδες, αλλά αυτό εξαρτάται κι από το μέγεθος του χώρου, τις ανειλημμένες υποχρεώσεις και πιθανές εορταστικές περιόδους. Υπάρχει επίσης μεγάλη ευελιξία στο αισθητικό αποτέλεσμα, αφού έχουμε τη δυνατότητα να ταιριάξουμε την ξυλεία, τα υφάσματα και λοιπά υλικά στον χώρο, καθώς και μέρος του σχεδιασμού, στοιχεία στα οποία ο ενδιαφερόμενος έχει τη δυνατότητα επέμβασης κατά το γούστο του, καταλήγοντας σε έναν αισθητικά άρτιο χώρο κι όχι σε ένα χώρο σχεδιασμένο να υπηρετήσει μόνον την μουσική αναπαραγωγή.
Σε ό,τι αφορά το κόστος, δεν υπάρχει ένας κανόνας, ή δεν έχουμε κάνει ακόμη στατιστική επεξεργασία ώστε να βγάλουμε έναν, αφού και οι δουλειές έχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ τους. Αυτό που πάντως μπορώ να σημειώσω είναι πως το κόστος είναι μικρότερο από εκείνο που αρκετοί πληρώνουν για τις καλωδιώσεις των μηχανημάτων τους, τη στιγμή που η καλυτέρευση του ακούσματος είναι τουλάχιστον μια τάξη μεγέθους πιο αντιληπτή. Είναι επίσης μικρότερο από τις έτοιμες λύσεις, δηλαδή από το να αγοραστούν για έναν χώρο έτοιμα πάνελ απορρόφησης και διάχυσης συγκρίσιμης επιφάνειας (και επομένως, χοντρικά, πιθανής επίδρασης).
-Σε τι διαφέρουν τα τυποποιημένα προϊόντα ακουστικής όπως ειναι τα RPG, Acoustic First κλπ? Γιατί αρχιτεκτονική ακουστική χώρων?
Τα τυποποιημένα προϊόντα ακουστικής μειονεκτούν σχετικά με τις λύσεις που δίνει η αρχιτεκτονική ακουστική χώρων σε διάφορους τομείς.
Πρώτος, οι περιορισμένες τους διαστάσεις, που καθορίζουν το συχνοτικό εύρος λειτουργίας τους. Για παράδειγμα ένας τυπικός διαχυτής έχει εύρος λειτουργίας από τους 500-800Hz ως τους 3-4KHz. Ενώνοντας πολλούς τέτοιους διαχυτές και καλύπτοντας μια μεγάλη επιφάνεια δεν επηρεάζεται αυτό το συχνοτικό εύρος. Οι δικές μας κατασκευές ακριβώς επειδή δεν αποτελούνται από επανάληψη μιας μικρής βασικής μονάδας μπορούν και παρουσιάζουν εύρος λειτουργίας ως και 8 Οκτάβων, από τις ανώτερες χαμηλές συχνότητες ως τις υπερυψηλές συχνότητες στα όρια του ακουστικού φάσματος. Εξαρχής θεωρήσαμε πως αυτό θα έπρεπε να αποτελεί κύρια στόχευση, αφού η αντιμετώπιση του ακούσματος με κατάτμησή του σε διαφορετικές συχνοτικές περιοχές (και ο συμβιβασμός της ιεράρχησής τους και της αντιμετώπισης μόνον μίας, ή λίγων) δεν μπορεί ποτέ να φτάσει στα επίπεδα μιας ολοκληρωμένης αρχιτεκτονικής λύσης ευρέως φάσματος.
Δεύτερος, το ότι ειδικά σε διαχυτικές κατασκευές, η επανάληψη μιας βασικής μονάδας πέρα από 2-3 φορές ώστε να καλυφθεί μεγαλύτερη επιφάνεια φέρνει νέα προβλήματα Lobbing, όπου η τελική επιφάνεια συμπεριφέρεται διαχυτικά χειρότερα από την βασική μονάδα αυτή καθαυτή. Υπάρχουν λύσεις, διαμόρφωσης των στοιχείων σε μαθηματικές ακολουθίες όπου γίνεται συνδυασμός με ένα δεύτερο βασικό στοιχείο, που όμως δεν είναι πολύ ευέλικτες όταν πρέπει να καλυφθεί μια συγκεκριμένη επιφάνεια ούτε κι ευρέως γνωστές. Κι αυτό το πρόβλημα δεν συναντάται στις κατασκευές μας.
Τρίτος, ότι οι έτοιμες κατασκευές απασχολούνται με τα βασικά μεγέθη της απορρόφησης και της διάχυσης (και συνδυασμούς τους), κι όχι με στοιχεία ανακατεύθυνσης προς συγκεκριμένες διευθύνσεις (κι όχι προς ευρύτερα επίπεδα), πράγμα που κάνουν οι δικές μας κατασκευές και που αποτελεί βασικό στοιχείο της ακουστικής επεξεργασίας μας.
Τέταρτος, ότι ακόμη κι όταν απαιτείται επέμβαση σε ένα συγκεκριμένο στενό εύρος συχνοτήτων (συνήθως σε πολύ χαμηλές, ώστε να αντιμετωπιστεί ένα στάσιμο κύμα που δημιουργεί ένας χώρος), τα τυποποιημένα προϊόντα δεν μπορούν να προσφέρουν καλή λύση, παρά σ αυτήν την περίπτωση επεμβαίνουν σε μεγαλύτερο από το επιθυμητό εύρος. Με την custom αντιμετώπιση που κάνουμε μπορούμε κι επεμβαίνουμε, σ αυτές τις περιπτώσεις, πιο στοχευμένα και πιο αποτελεσματικά.
Νομίζω, ακόμη, πως είναι δύσκολο να επιτευχθεί ένα παρόμοια άρτιο αισθητικό αποτέλεσμα με την ανάρτηση έτοιμων panels σε έναν οικιακό χώρο.
-Ας πάμε μερικά χρόνια πίσω, στο millenium και τα Θ.Μ. Γνωρίσαμε ηχεία και ενισχυτές αλλά θυμόμαστε ελάχιστα γι’αυτά. Ποιές ήταν οι βασικές σχεδιαστικές επιλογές σου; Πως εξελίχθηκε αυτή η προσπάθεια εκ μέρους σου και γιατί σταμάτησε τόσο νωρίς; Αυτό που ακούγεται στην αγορά είναι πως σου προέκυψε υπερκόπωση επειδή ήθελες να τα κάνεις όλα μόνος σου!
Τότε είχα εμφανιστεί στην αγορά χωρίς να πολυ-γνωρίζω τι ακριβώς προσπαθούσαν να πετύχουν οι άλλοι κατασκευαστές και τι προσφέρει η αγορά, κι έτσι είχα φέρει μια ‘νέα’ λογική, αρκετά διακριτή, που αρκετοί εκτίμησαν. Είχα σαφή στόχο τις πολύ υψηλές ευαισθησίες των ηχείων, μικρή ισχύ από λίγα στάδια στους ενισχυτές, προέκρινα την αίσθηση συνοχής στο άκουσμα σχετικά με την ‘πληρότητα’ στα άκρα του φάσματος, ενώ καθώς τα δικά μου ακούσματα ήταν κυρίως κλασικά δεν με απασχολούσε ιδιαίτερα το πολύ χαμηλό μέρος του φάσματος (<45Hz) και προέκρινα, μαζί με το ‘συμπαγές’ του ακούσματος, τα μικροδυναμικά και τα δυναμικά εν γένει και τη διαστρωμάτωση των ηχητικών πληροφοριών.
Ταυτόχρονα, δεν είχα σαφείς εμπορικούς στόχους, κι έστησα τη μικρή βιοτεχνία με όρους πολύ παλιότερων εποχών σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα παραγωγικοποίησης και την τιμολογιακή πολιτική. Όταν λοιπόν έγινα γνωστότερος δεν μπόρεσα να δώσω μέρη των κατασκευών σε τρίτους, αφενός γιατί τα προϊόντα δεν είχαν σχεδιαστεί με την παραγωγικοποίησή τους κατά νου ενώ και τα περιθώρια κέρδους ήταν εξαρχής ελάχιστα. Η κατάληξη ήταν αυτή που σημειώνεις και το εγχείρημα απέτυχε εξαιτίας κακού προκαταβολικού σχεδιασμού στα εμπορικά – παραγωγικά του στοιχεία.
-Σήμερα έχουμε από τη μία πλευρά τη σκηνή του ultra hi-end, με εξωτικές τιμές και κατασκευές “πολυτελείας” που απευθύνεται σε πολύ λίγους και από την άλλη τη νέα γενιά με τα προσιτά ακουστικά και τα usb dac της. Οι μεσαίες κατηγορίες, δίχως άλλο, αργοπεθαίνουν. Τελικά, έχει προχωρήσει τόσο πολύ η τεχνολογία, ώστε να καθιστά άχρηστο το κλασικό hi-end, με την έννοια ότι τα φθηνά παίζουν ήδη πολύ καλά και τα πολύ ακριβά είναι απλά απλησίαστα ως απόδοση, άρα γιατί να ασχοληθεί κανείς να στήσει ένα σύστημα π.χ στα πέντε χιλιάρικα;
Το κοινό του καλού Hi-Fi πράγματι περιορίζεται και περιχαρακώνεται τα τελευταία χρόνια. Οι λόγοι νομίζω πως είναι πολλοί και μια σύνθεσή τους περίπλοκη. Όπως νομίζω, ευθύνη έχουν και οι κατασκευαστές, που δεν έφεραν μια μεθοδολογία στο χώρο αντίστοιχη άλλων τεχνολογικών κλάδων στη βάση της οποίας να περιγράφουν τα προϊόντα τους και να μπορεί ο καταναλωτής να επιλέξει προκαταβολικά τι περίπου τον ενδιαφέρει. Τουναντίον, πολλοί προτίμησαν ν’ανάγουν την ανάγκη ύπαρξης των προϊόντων τους σε μεταφυσικά πράγματα, μη μπορώντας να εξηγήσουν πειστικά γιατί ένα προϊόν είναι πανάκριβο ή κακάσχημο ή τεράστιο ή πολύ βαρύ, και κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να σταθεί για πολύ στην εποχή μας πείθοντας πολλούς ανθρώπους. Ευθύνη έχουν άθελά τους και οι Reviewers και ο ειδικός τύπος που αντιμετώπισε τα σχετικά προϊόντα με ανάλογους τρόπους. Ο κάτοχος ενός μικρομεσαίου αυτοκινήτου γνωρίζει σε γενικές γραμμές γιατί μια Ferrari κοστίζει πολλά, ποια είναι τα τεχνολογικά στοιχεία της, που έγκειται το κόστος τους, ενώ ο κάτοχος ενός mini συστήματος δεν έχει προσεγγιστεί κατάλληλα και δεν γνωρίζει, δεν του έχουν προσφερθεί πειστικά επιχειρήματα, γιατί ένα πολύ καλό ηχείο κοστίζει ακριβότερα από το αυτοκίνητό του. Έτσι η κλίμακα έχει διαρραγεί, οι πολλοί δεν βλέπουν λόγο να δώσουν κάτι παραπάνω απ αυτό που παραγωγικοποιείται ευρύτατα, και μένουν μόνον λίγοι πιστοί που συνωστίζονται στο πολύ ακριβό κομμάτι της αγοράς.
Σ αυτά πρέπει όμως να προστεθούν λόγοι που δεν σχετίζονται ούτε με τους κατασκευαστές ούτε με τον ειδικό τύπο, που έχουν να κάνουν με τον σύγχρονο τρόπο ζωής. Νομίζω πως έχει αλλάξει σημαντικά ο τρόπος που ζούμε, που χρησιμοποιούμε το σπίτι μας, και που διαθέτουμε τον ελεύθερο χρόνο μας. Μαζί με τα της αναπαραγωγής της μουσικής έχουν απομειωθεί και πολλές άλλες ενασχολήσεις και χόμπι –η φωτογραφία, τα συναρμολογούμενα, και πολλά άλλα που κάποτε ήταν διαδεδομένα. Ο μετασχηματισμός του σπιτιού σε (αφαιρετικά και κάπως αυθαίρετα) ξενοδοχειακή υπηρεσία από απάγκιο και κέντρο ειδικών δράσεων κι ενασχολήσεων βρίσκεται στη βάση πολλών ανάλογων φαινομένων.
Η τεχνολογία πάλι δεν νομίζω πως έχει φέρει κάποια πραγματικά καλή βασική ποιότητα αναπαραγωγής – της αρκεί μια απλώς αποδεκτή. Η τεχνολογία θέτει εύκολα και συχνά άλλους στόχους. Για παράδειγμα, σύγχρονος στόχος για τα σπίτια των ιδιαίτερα εύπορων είναι τα ηχεία να μην φαίνονται καθόλου, και το παράδοξο είναι ότι αυτό σημαίνει (μια συχνά χρησιμοποιούμενη μέθοδος) ανάπτυξη δονητικών στοιχείων που χρησιμοποιούν δομικά υλικά (γυψοσανίδες) ως διαφράγματα παραγωγής του ήχου, τεχνική που είναι εξ ορισμού δεδομένο ότι δεν μπορεί να προσφέρει υψηλή ποιότητα. Παρόλα αυτά, ακόμη και ακριβά τέτοια συστήματα πουλάνε καλά, γιατί ακριβώς έχουν πειστεί οι σχετικοί καταναλωτές πως το να είναι αόρατη η πηγή αποτελεί σημαντικότερη αξία από το ν’ αναπαράγει ήχους ποιοτικά και αληθοφανώς. Άλλος στόχος είναι η αυτοματικοποίηση, το να μπορεί κάποιος να βάλει μουσική σε όποιο χώρο θέλει, το να αρχίζει η μουσική πριν μπει στο σπίτι, η διασυνδεσιμότητα, κοκ, πράγματα που είναι ως και περιττά προκειμένου ν απολαύσει κανείς τη μουσική και τη ζωή του αλλά που έχουν, με διάφορους τρόπους που δεν ενδιαφέρουν εδώ, επιβληθεί ως ανάγκες. Όλα αυτά είναι ίσως εποχιακά, και μας είναι στην πραγματικότητα άγνωστο τι θα υπερισχύσει τις επόμενες εποχές. Προσωπικά δεν αποκλείω και μια νέα άνθιση, με ίσως διαφορετικούς όρους, κι αν δούμε την επιστροφή του βινυλίου και την ανταπόκριση ακόμη κι ενός νεανικού κοινού που δεν το είχε γνωρίσει παλιά, μπορούμε να φανταστούμε και μια επανεμφάνιση της ανάγκης για ποιοτική αναπαραγωγή πάνω από αυτό που προσφέρει αυτή τη στιγμή η αγορά και που παράγεται μαζικά.
-Παράλληλα με τις διεθνείς συνθήκες της αγοράς στο χώρο του ήχου, στην Ελλάδα του 2016-17 η οικονομική κρίση καλά κρατεί. Παρόλα αυτά, μαθαίνουμε πως επιστρέφεις με δικό σου προϊόν σε πείσμα των εξελίξεων και μάλιστα στις κλασικές κατηγορίες τιμών. Οι πληροφορίες μας αναφέρουν σχέδια για ηχεία με τουίτερ ταινίας, συμβατά με λυχνίες. Θα λέγονται και πάλι Θ.Μ; Έχουμε να περιμένουμε ενισχυτικά ή ακόμη και πηγές; Πες μας λίγα λόγια γι’αυτά που ετοιμάζεις και πότε προβλέπεις να είναι διαθέσιμα στο κοινό.
Πράγματι, θα επιστρέψω ελπίζω την χρονιά που ξεκίνησε τώρα με δικά μου προϊόντα, καταρχήν γιατί μου έχει λείψει η κατασκευή μηχανημάτων ήχου από μέρους μου, γιατί είναι μια δεξιότητα που κατέχω, κατόπιν γιατί έχω συσσωρεύσει πολλές καινούργιες γνώσεις τα τελευταία χρόνια και θεωρώ ότι μπορώ να παρουσιάσω καινούργιες ιδέες και πιο ολοκληρωμένα προϊόντα, έπειτα γιατί έχω μια πολύ πιο σφαιρική εποπτεία όλου του κομματιού της αναπαραγωγής έχοντας ασχοληθεί πολύ και με το κομμάτι της ακουστικής και του πως συνομιλεί με έναν χώρο μια πηγή, και τέλος γιατί θεωρώ ότι ακριβώς σε τέτοιους καιρούς, κρίσης, είναι ενδεδειγμένο να γινόμαστε ακόμη πιο δημιουργικοί και παραγωγικοί.
Σε ό,τι αφορά τα ηχεία, σίγουρα θα είναι ευαίσθητα, οπωσδήποτε επιμελημένα ως προς την εμπέδηση που παρουσιάζουν στα ενισχυτικά (εύκολα φορτία), κι αυτή τη φορά με όχι τόσο ειδική στόχευση σε ό,τι αφορά προγράμματα και τρόπο παρουσίασης του ακούσματος. Σκοπεύω να χρησιμοποιήσω μονάδες υψηλών συχνοτήτων τύπου ταινίας, ίσως και κατασκευής μου, αλλά και μαγνητοστατικές μονάδες μεσαίων συχνοτήτων, ενώ για τις χαμηλές θα χρησιμοποιηθούν μονάδες με μάλλον επαγγελματική στόχευση σε αρκετά πρωτότυπες φορτίσεις. Ένα σημείο ενδιαφέροντος είναι οι καμπίνες: Σ αυτές θα χρησιμοποιήσω γνώσεις και εμπειρία που έχω αποκομίσει από αρκετά στούντιο που σχεδιάστηκαν και φτιάχτηκαν από μέρους μας τα τελευταία χρόνια, γιατί η αποστολή μιας καμπίνας είναι παρεμφερής με την αποστολή κάθε τοιχίου που φτιάχνεται για να απομονώσει τον ήχο στο πλήρες ακουστικό φάσμα σε ένα στούντιο. Έτσι, οι λύσεις για το πρόβλημα της καμπίνας θα είναι αποτελεσματικές αλλά και επιστημονικά επιδείξιμες και μετρήσιμες χωρίς να απαιτείται προσφυγή σε εξωτικά και πανάκριβα υλικά. Άλλο σημείο ενδιαφέροντος είναι ο τρόπος που θα εκπέμπουν στο χώρο, το πολικό τους διάγραμμα, όπου η ενασχόλησή μου με την ακουστική θα υπεισέλθει προκρίνοντας λύσεις για συγκεκριμένα αποτελέσματα. Ένα ακόμη είναι ο τρόπος που θα αποσβένεται η οπίσθια ακτινοβολία των μεγαφώνων εντός του κουτιού, όπου και πάλι θα χρησιμοποιηθούν συγκεκριμένα πορίσματα και μέθοδοι της ακουστικής. Σε όλα τα στοιχεία της κατασκευής θα γίνεται σχεδιασμός κι επιλογή λύσεων στη βάση του κόστους προς απόδοση, όπως ακριβώς συμβαίνει σε όλους τους τεχνολογικούς τομείς.
Αφού παρουσιαστεί μια βασική σειρά, ίσως 2-3 ηχεία, ευελπιστώ να παρουσιάσω κι ενισχυτικά, αλλά αυτό δεν προβλέπεται να συμβεί μέσα στη χρονιά που διανύουμε, ενώ γι αργότερα έχω σχέδια και για αναλογικές πηγές, βραχίονες, κι άλλα πολλά – έχω πολλά απωθημένα και προτάσεις κατά νου:)
-Έχεις κάποια σχέδια για ενεργά, ακόμη και ασύρματα ηχεία, που είναι της μόδας σήμερα; Πιστεύεις πως οι διακριτές λύσεις (παθητικό ηχείο/ενισχυτής) σε συνδυασμό με μια καλή ακουστική περιποίηση του χώρου μπορούν να δώσουν καλύτερα αποτελέσματα από ένα ενεργό σύστημα με διόρθωση σε επίπεδο DSP; Ή μήπως η τεχνολογία έχει προχωρήσει τόσο πολύ που απλά χάνουμε το χρόνο μας με τις παλιομοδίτικες επιλογές;
Αυτή είναι μια τεράστια συζήτηση και η απάντηση θα είναι αναγκαστικά πολύ συνοπτική. Τα ενεργά συστήματα με DSP τα έχω αγαπήσει κι έχω δουλέψει πολλά χρόνια μ αυτά, αφού ενεργά είναι πλέον όλα τα αξιόλογα επαγγελματικά συστήματα. Στον επαγγελματικό τομέα όμως υπάρχουν άπειρες μεταβλητές, όπως ότι ένα σύστημα πρέπει σε ταχείς χρόνους να στήνεται σε διαφορετικούς κι άγνωστους χώρους, και ανοικτούς και κλειστούς, ανταποκρινόμενο σε διαφορετικές ανάγκες και χρήσεις κάθε φορά, ότι τις περισσότερες φορές οι χώροι δεν έχουν τύχει ακουστικής επεξεργασίας, ότι θα συνδυαστούν προϊόντα διάφορων εταιριών με διάφορους τυχαίους πολλές φορές τρόπους, κοκ. Σε έναν οικιακό χώρο οι μεταβλητές είναι πολύ λιγότερες. Σε έναν ακουστικά επεξεργασμένο χώρο, ένα ηχείο που έχει σχεδιαστεί να είναι ανηχοϊκά ισορροπημένο, που έχει ένα μελετημένο λοβό ακτινοβολίας (πολικό διάγραμμα) και που είναι σωστά σχεδιασμένο σε ό,τι αφορά το Group Delay, θα παράγει εξ ορισμού κι ένα ισορροπημένο ηχητικό πεδίο, επί του οποίου μπορούν να μην υπάρχουν οποιεσδήποτε ανάγκες περαιτέρω επεξεργασίας. Με αυτά τα δεδομένα, η εισαγωγή περαιτέρω σταδίων ή και μετατροπών που φέρνει ένας επεξεργαστής ήχου θεωρώ πως είναι περιττή.
Από την άλλη, σε έναν τυχαίο χώρο διαβίωσης που δεν έχει υποστεί καμία επεξεργασία, ένας επεξεργαστής και ενεργό crossover πιθανά θα επιτύχει καλύτερα αποτελέσματα, κυρίως σε ό,τι αφορά το κάτω μέρος του ακουστικού φάσματος, την περιοχή όπου ο χώρος παράγει στάσιμα κύματα. Υπάρχει έτσι μια σκέψη να προσφέρεται αυτή η δυνατότητα στα ηχεία που θα παρουσιάσω, όμως στη βασική τους μορφή θα παραμείνουν ολοκληρωμένες λύσεις με ενσωματωμένα παθητικά δικτυώματα διαχωρισμού συχνοτήτων.
-Ποιες είναι οι προτεραιότητές σου όταν σχεδιάζεις ένα ηχείο; Αρκούν οι μετρήσεις για να σχεδιάσεις ένα καλό προϊόν ή συμμετέχει και το αυτί, ειδικά στο θέμα του χαμηλού;
Η θεωρία, και οι μετρήσεις που πιστοποιούν τα ζητούμενα που απορρέουν από αυτήν, πρέπει να είναι το κυρίως στάδιο εξέλιξης ενός προϊόντος. Μόνον με αυτά μπορεί κανείς να είναι σίγουρος ότι στέκεται σε μια καταρχήν αποδεκτή – καλή βάση. Το αυτί θεωρώ ότι πρέπει να υπεισέρχεται στο κατόπι προκειμένου -συνοπτικά και χοντρικά- να συγκριθούν πιθανά ισοδύναμες θεωρητικές λύσεις σε διάφορα επιμέρους στοιχεία του προϊόντος, γιατί καμία θεωρία δεν φτάνει σε εκείνο το σημείο πληρότητας που να μπορεί να αρθρώσει συνοπτική, τέλεια μεθοδολογία για το σχεδιασμό και την κατασκευή του «ιδανικού προϊόντος». Ο τρόπος που υπεισέρχεται και η ακουστική αντίληψη στη διαδικασία πρέπει όμως να υπακούει σε κάποιους κανόνες που κι αυτοί έχουν αναπτυχθεί θεωρητικά, έχουν δοκιμαστεί και αποδίδουν στατιστικά στο χρόνο. Εντέλει, ‘το αυτί’ είναι ένα απαραίτητο όργανο σε αρκετά στάδια του σχεδιασμού, κι όπως και τα υπόλοιπα ηλεκτρονικά όργανα που διαθέτουμε για να φέρουμε σε πέρας τη δουλειά η χρήση του γίνεται με συγκεκριμένους τρόπους για να παραχθούν αξιόπιστα αποτελέσματα.
-Γίνεται πολύς λόγος τελευταία για το time domain και πλέον έχει αποδειχτεί ότι η ευαισθησία μας σε αυτό είναι πολύ μεγαλύτερη από όσο είχαμε αρχικά υποθέσει. Ακόμη και νέες τεχνολογίες codec, όπως το MQA της Meridian, αναφέρονται σε καλύτερο χρονισμό της πληροφορίας. Πόσο “κατέχουμε” αλήθεια το θέμα αυτό σε επίπεδο τεχνικής και μέτρησης, εφόσον ακόμη και μια τυπική αποθήκευση ενέργειας σε καμπίνες και φίλτρα αρκεί για να έχουμε απώλειες σε επίπεδο temporal resolution; Πως αντιμετωπίζεις στις δικές σου σχεδιάσεις αυτή την -για πολλούς – αμφιλεγόμενη πτυχή της αναπαραγωγής;
Το time domain έχει μελετηθεί σε ικανοποιητικό βαθμό, έτσι που να γνωρίζουμε πια και την ευαισθησία του αυτιού (στατιστικά) ανάλογα με τη συχνότητα σε ζητήματα χρονισμού, αλλά να έχουμε και πληροφόρηση και λύσεις σχετικά με την επίδραση των crossover σ αυτό, όπου έχουν μελετηθεί και παρουσιαστεί τεχνικές που διαφυλάσσουν τη χρονική πληροφορία σε επαρκή βαθμό. Ασφαλώς είναι ένα τομέας στον οποίον τα ηχεία που θα παρουσιάσω σκοπεύω να έχουν πολύ καλή συμπεριφορά. Ο τομέας των καμπινών δεν έχει μελετηθεί ικανοποιητικά, έτσι που να γνωρίζουμε επακριβώς ως ποιού βαθμού οι διάφορες πιθανές κατασκευές επηρεάζουν και σε ποιο βαθμό το temporal resolution, όμως δεν είναι μόνον σε αυτόν τον τομέα που ενοχοποιείται η καμπίνα αλλά επηρεάζει και πιο άμεσα και με μετρήσιμο τρόπο το άκουσμα (με δευτερογενή εκπομπή και χρωματισμούς, εκτός από περίθλαση και λοβούς ακτινοβολίας εκεί που δεν είναι ανεκτοί αλλά και ανεπαρκή απορρόφηση οπίσθιας ακτινοβολίας και επανεισαγωγή της διαμέσου της ίδιας της μεμβράνης των μονάδων). Κοινά στοιχεία όλων των πιθανών προβλημάτων της καμπίνας είναι ότι δεν απομονώνει πλήρως, ότι εκπέμπει (ανεξαρτήτως χρόνου), κι ότι εσωτερικά δεν απορροφά πλήρως. Αυτά είναι κλασικά ζητήματα ακουστικής με πολύ αναλυτικές λύσεις ανάλογα με το κόστος, κι ως τέτοια θα αντιμετωπιστούν για το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα, κι ας μην είναι θεσμοθετημένο εκείνο το σημείο πέραν του οποίου λύνονται όλα με απόλυτο τρόπο και περνούν στη σφαίρα του μη ακουστού. Το βέβαιο είναι ότι η ακουστική επιστήμη έχει προχωρήσει πολύ σε ζητήματα απορρόφησης και απομόνωσης (έτσι περιγράφονται όλα τα σχετικά προβλήματα) κι είναι διαθέσιμοι οι μέθοδοι για να επιτευχθεί ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα με λογικά μέσα.
-Το Διαδίκτυο αλλάζει με γοργούς ρυθμούς τις ακουστικές μας συνήθειες, με το streaming να παίρνει προβάδισμα έναντι του downloading. Παρόλα αυτά, το βινύλιο κάνει δυναμικό comeback ενώ και το CD αρνείται να “πεθάνει”, ειδικά σε απαιτητικές αγορές όπως αυτές της Γερμανίας και της Ιαπωνίας. Πιστεύεις ότι η επιμονή στα φυσικά μέσα (δίσκους) αφορά μόνο στο συναισθηματικό δέσιμο με τις συλλογές δίσκων των σημερινών σαραντάρηδων και πάνω; Ή μήπως αυτό το φαινόμενο συνδέεται περισσότερο με την ηχητική ποιότητα σε συνδυασμό με την ευκολία του “βάζω το δίσκο στο πλατό και το CD στο συρτάρι του player”;
Πιστεύω ότι ένα μέρος συνδέεται με την ηχητική ποιότητα, ένα μέρος με το είδος της χρήσης (το φυσικό μέσο και η απτή συλλογή που εντάσσεται πλέον στο σπίτι με την φυσική της παρουσία και δεν είναι μια αποθηκευμένη σε μνήμη πληροφορία), κι ένα μέρος με το χόμπι (που ίσως επανέρχεται γι αυτούς τους ανθρώπους που επιμένουν ή επιστρέφουν στους δίσκους) ως ιεροτελεστία (η διαδικασία να επιλέξεις κι απομονώσεις έναν δίσκο, να τον βάλεις κάπου, και να ‘στηθείς’ να τον ακούσεις) που αποκόπτει από την καθημερινότητα και γίνεται έτσι πιο εύκολα αντιληπτή (‘τώρα συμβαίνει κάτι ιδιαίτερο’).
Εδώ θέλω να σημειώσω μια σκέψη που σχετίζεται και με το συγκεκριμένο ερώτημα, αλλά μερικώς και με προηγούμενες ερωτήσεις σχετικές με την χρήση και την αξία της ακουστικής αντίληψης στον σχεδιασμό ενός προϊόντος. Παρότι ανήκω σε αυτούς που προσπαθούν να λειτουργούν στη βάση μιας γνωσιοθεωρητικής προσέγγισης και σχεδιάζω προϊόντα στη βάση επιστημονικών δεδομένων, θεωρώ πως αν είναι εφικτό να ικανοποιηθεί η ακουστική αντίληψη με άλλους τρόπους, τούτο είναι αποδεκτό. Θεωρώ λοιπόν, και χρησιμοποιώ εδώ ένα υπερβολικό παράδειγμα, πως αν κάποιος «ακούει καλύτερα» αν το ηχείο είναι βαμμένο μπλε απ ό,τι αν είναι βαμμένο πορτοκαλί, κι αν παρά τις θεωρητικές αντιρρήσεις μου και παρότι όταν του κλείνω τα μάτια δεν μπορεί να διαχωρίσει τα ακούσματα, επιμένει σ αυτό του το πόρισμα, τότε πράγματι ακούει καλύτερα με το μπλε ηχείο αφού σε αυτό που είναι εντέλει το άκουσμα γι αυτόν υπεισέρχεται και η όραση, και αφού αυτό και μόνον –το να ακούσει καλύτερα- είναι το τελικό ζητούμενο τότε η επιθυμία του δεν μπορεί να κριθεί στη βάση της λογικής, δεν είναι ούτε λογική ούτε παράλογη, ούτε καλή ούτε κακή, αλλά είναι απλώς μια πραγματική επιθυμία που οφείλουμε να σεβαστούμε. Αν λοιπόν κάποια σχετική επιθυμία είναι ευρύτερη, αν ένα μεγάλο κοινό ακούει καλύτερα κάτι που προς το παρόν δεν έχει θεωρητική εξήγηση, τότε και οι σχεδιαστές και κατασκευαστές οφείλουν να το σεβαστούν, κι ας μην έχουν καταφέρει να βρουν τους ακριβείς μηχανισμούς με τους οποίους λειτουργεί.
-Ευχαριστούμε για το χρόνο που μας διέθεσες και ευχόμαστε καλή επιτυχία στα σχέδιά σου.
Κι εγώ ευχαριστώ πολύ κι εύχομαι η εκδοτική προσπάθειά σας να μακροημερεύσει και να συναντηθεί με διαρκώς αυξανόμενες σχετικές ανάγκες από μέρους του κοινού!
….και εμείς με την σειρά μας την Golden Acoustics και τον ακουστικολόγο κ. Θαλή Μενεξελή για την συνέντευξη που μας παραχώρησε.