ENIGMAcoustics Mythology M1 + Sopranino
Review
Μια ασυνήθιστη εταιρία κατασκευής ultra hi-end ηχείων από τις ΗΠΑ, η Enigmacoustics πρωτοπαρουσιάστηκε στο κοινό πριν από λίγα χρόνια με ένα εξωτικό add on σούπερ τουίτερ, βασισμένο σε μόνιμα πολωμένη ηλεκτροστατική μεμβράνη, το περίφημο πια Sopranino. Συνέχισε με ένα πολύ ιδιαίτερο ηχείο βάσης δύο δρόμων, το Mythology M1, ένα μοντέλο που έχει λάβει πολύ κολακευτικά σχόλια σε διεθνείς δοκιμές, ενώ στα μελλοντικά σχέδια της αμερικανικής εταιρίας περιλαμβάνεται ένα επίσης ασυνήθιστο ηχείο δαπέδου τριών δρόμων, με ενσωματωμένο το σούπερ τουίτερ. Το Μ1 δεν είναι ένα ακόμη ηχείο “της σειράς” αλλά ένα από τα πιο ακριβά ηχεία βάσης της αγοράς. Μπορείτε να το αγοράσετε από μόνο του κοντά στα έντεκα χιλιάρικα ή “πακέτο” με το Sopranino και την 20 κιλών ασορτί 70 εκ. βάση του (αποτελείται από μασίφ αλουμινένιο πόδι και πατούρες από παχύ γυαλί) στα δεκαέξι περίπου χιλιάρικα, τιμές που προκαλούν ανατριχίλα σε όλους, πόσο μάλλον σ’εμάς τους Έλληνες με τις ανασφάλιστες δουλειές των 300ευρώ/μήνα. Στις ΗΠΑ όμως το χρήμα μετριέται αλλιώς και το Mythology Μ1 είναι σε θέση να απειλήσει τον ακριβότερο ανταγωνισμό, διεκδικώντας τη διακριση του value for money στα πλαίσια των μικρών ηχείων χωρίς περιορισμό κόστους. Οι φίλοι μας οι Βρετανοί, από την άλλη πλευρά, θα είχαν μερικά σχόλια να κάνουν περί της αποτελεσματικότητας των ηχείων βάσης δύο δρόμων με χαμηλό κόστος. Τα Harbeth, τα Spendor και τα σύγχρονα BBC μόνιτορ όπως αυτά της Graham έχουν προ πολλού κερδίσει τη φήμη του value for money και μαζί το στοίχημα της φυσικότητας στην αναπαραγωγή. Τι παραπάνω θα μπορούσε να προτείνει κανείς σε αυτό το σχήμα και μέγεθος ώστε να το χρεώσει ανάλογα; Άλλωστε στα χαρτιά, το Μ1 δεν είναι παρά ένα ακόμη ηχείο-κουτί με μικρό γούφερ, χαμηλή ευαισθησία και μπάσο που “αγνοεί” την πρώτη οκτάβα του φάσματος. Πώς δικαιολογείται το ποσό που ζητάει ο Αμερικάνος στα μάτια (και τα αυτιά) ενός Ευρωπαίου, αν αγνοήσουμε τα περί απόδοσης στα επίπεδα του πολύ ακριβότερου Magico Q1, που θα συγκινούσε κυρίως τον Αμερικανό καταναλωτή;
Ανάμεσα σε δύο κόσμους
Το Sopranino έκανε την εισαγωγή στη νοοτροπία που θέλει να περάσει η Enigmacoustics με προϊόντα που “όμοιά τους δεν υπάρχουν στην αγορά” και αυτό ακριβώς φιλοδοξεί να επαναλάβει με το Mythology Μ1. Αν υποθέσουμε ότι η σχολή του BBC και το ολομεταλλικό Magico Q1 αποτελούν τα δύο σχεδιαστικά άκρα στο σχήμα “κουτί με δυο μεγάφωνα”, τότε το Μ1 επιχειρεί να διαγράψει μια πορεία επακριβώς ανάμεσα. Η επίπεδη απόκριση συχνότητας είναι δεδομένη όπως και η έλλειψη χρωματισμών – τα δύο προαπαιτούμενα για να θεωρήσουμε ένα ηχείο ως μόνιτορ- αλλά αυτά από μόνα τους δεν μας λένε και πολλά για τη ροή και το χρονισμό ενός ηχείου ή για το τίμπρο του. Αυτά τα στοιχεία, όμως, είναι κρίσιμα για την μακροημέρευση με ένα ηχείο αν είσαι μουσικόφιλος και όχι “μηχανάκιας”. Η κοινή γνώμη (αν υπάρχει τέτοιο πράγμα) στο χώρο μας θεωρεί τα μόνιτορ του BBC ως κατεξοχήν μουσικές οντότητες (χάρη στις thin wall καμπίνες;) ενώ ηχεία μόνιτορ με αδρανείς καμπίνες, όπως τα ATC και τα Magico, θεωρούνται πιο κλινικά, ικανά για δυσάρεστες αλήθειες απέναντι στις ηχογραφήσεις. Εκ του αποτελέσματος που δίνει το Μ1, μπορούμε να πούμε πως είναι ένα ηχείο που φιλοδοξεί να πιάσει σε ακρίβεια τα δεύτερα, διατηρώντας όμως την μουσικότητα των πρώτων, χωρίς να καταφεύγει στη λύση μιας thin wall καμπίνας. Θα στοιχημάτιζα πως δεν μπορεί να υπάρξει ένα τέτοιο ηχείο (αν μιλάμε για κουτί και όχι δίπολο) μέχρι που άκουσα το Μ1…
Σοφές επιλογές, μακριά από τον σφυγμό της εποχής
Μασίφ ξύλο στην καμπίνα, πολυπροπυλένιο στο γούφερ και υφασμάτινο τουίτερ συναποτελούν μια λίστα υλικών που αγνοεί τις…εξελίξεις των ημερών. Θα λέγαμε ότι αυτό το μικρό έχει θράσος, επιχειρώντας να αντιπαλέψει διαμάντια, βηρύλλια, κεραμικά και ανθρακονήματα με υλικά του χθες. Δείτε όμως, στην Enigmacoustics στοχεύουν στην τέλεια σχεδίαση και όχι στα “τέλεια υλικά”! Ίσως ενοχλήσω κάποιους τώρα, αλλά κατά τη γνώμη μου ένα ηχείο δύο δρόμων με κρος εκεί που peakάρει η ακοή μας, στις μεσοϋψηλές, ποτέ δεν θα γίνει αόρατο στο αυτί. Κανένα γούφερ δεν μπορεί να παίξει καλά τόσο ψηλά στο φάσμα και κανένα φίλτρο δεν μπορεί να γίνει τόσο καλό ώστε να μην το ανιχνεύουμε. Η λύση είναι μία: τουίτερ που θα παίζουν και αρκετές από τις μεσαίες και θα κροσάρονται κοντά στα 1000Hz (το πολύ), απαίτηση που αποκαλύπτει την αχίλλειο πτέρνα των θόλων 1 ίντσας που συντονίζουν κοντά στο 1KHz και αδυνατούν να φιλτραριστούν τόσο χαμηλά στο φάσμα διατηρώντας αχρωμάτιστο χαρακτήρα και καλή διαχείριση ισχύος. Η Enigmacoustics δεν κατέφυγε σε φόρτιση χοάνης ή σε κάποιον wide range μετατροπέα, λύσεις που θα την τοποθετούσαν μακριά από το στόχο ενός μόνιτορ ήχου. Αντίθετα, ανέπτυξε μετά από πολύ προσπάθεια το δικό της τουίτερ με διάμετρο 35 χιλιοστών που φιλτράρει στο 1,1KHz με κλίση 18dΒ/οκτάβα, ενώ το γούφερ αποκόπτεται πιο ομαλά με 12dB/οκτάβα. Έτσι, μέρος της μεσαίας περιοχής και όλο το πέρασμα στα πρίμα γίνεται από αυτόν τον θόλο, άρα το φάσμα επωφελείται από τη χαμηλή μάζα του μεγαφώνου και τη μεγάλη διασπορά του, χωρίς να φορτώνει το αυτί με τις αναπόφευκτες ασυνέχειες ενός φίλτρου. Ακούγοντας το Μ1, βρήκα πρακτικά αδύνατο να εντοπίσω το σημείο του κρος, κάτι ίσως που δεν αφορά μόνο την επιλεγμένη συχνότητα αλλά και την τεχνική της σχεδίασης (στοιχεία από σειριακή τοπολογία;). Το 7ιντσο γούφερ από την άλλη είναι μεν μικρό, φέρει όμως κτηνώδες πηνίο φωνής 50 χιλιοστών και πολύ μεγάλο μαγνήτη, ενώ το πολυπροπυλένιο έχει αναμιχθεί με μίκα. Αυτό που παίρνουμε ηχητικά από το γούφερ στις μεσαίες είναι ένα αχρωμάτιστο τίμπρο ευγενικής υφής αλλά με αξιοζήλευτη ταχύτητα, ατάκα και ανάδειξη της λεπτομέρειας. Ακούγεται δηλαδή σαν pp με μεταλλική ενίσχυση από αυτές τις απόψεις, όμως δεν αφήνει ούτε ίχνος μεταλλικότητας στις μεταβατικές. Κι ερχόμαστε στην καμπίνα, όπου συνυπάρχει το μασίφ ξύλο στις πλευρές με παχύ γυαλί επάνω και κάτω και μια πολύ παχιά, καμπυλωμένη αλουμινένια πρόσοψη, η οποία βιδώνεται επάνω σε εσωτερικές ενισχύσεις. Χτυπώντας τις πλευρές του Μ1, η αίσθηση της καλοσχεδιασμένης απόσβεσης είναι μεν αναμφισβήτητη, όμως δεν υπάρχει αυτό το νεκρό, στεγνό “τικ” που αφήνουν πολλά ηχεία με “απόλυτα αδρανείς” καμπίνες. Θα έλεγα ότι η καμπίνα του είναι εξαιρετικά “συντονισμένη”, συνδυάζοντας μια πολύ ήσυχη πρόσοψη (που μεταφράζεται βεβαίως σε διευρυμένη δυναμική περιοχή) με μια αίσθηση φυσικής διάρκειας στην απόσβεση του μπάσου που, σχεδόν πάντα, απουσιάζει από τα τυπικά μόνιτορ, χωρίς όμως να φθάνει στην ευφωνική χροιά των thin wall ηχείων. Θα μπορούσε ίσως να προσδιορίσει κανείς το Μ1 ώς ένα LS5/9 που είναι περισσότερο προσανατολισμένο στην εποχή της υψηλής ανάλυσης κι αυτό δείχνει αληθινό ακόμη κι όταν το ακούσουμε από μόνο του. Όταν όμως τοποθετηθεί επάνω του το Sopranino, τότε γίνεται ακόμη πιο σαφές ότι το μικρό…δεν αστειεύεται!
Για το σούπερ τουίτερ της Enigmacoustics έχει χυθεί πολύ μελάνι, είναι μεν ακριβό αλλά έχει πολύ μεγάλο ήχο σπάνιας φινέτσας (η ηλεκτροστατική μεμβράνη είναι απλώς αλλού) και σούπερ κατασκευή. Θέλει όμως προσοχή στη ρύθμιση και την τοποθέτηση, ώστε να μην αλλοιωθεί το γλυκό και αέρινο πρίμο του Μ1 ή άλλων υπερηχείων με τα οποία θα κληθεί να συνεργαστεί. Η default θέση είναι με στάθμη 0dB και αποκοπή στα 10KHz και υπάρχει δυνατότητα για -3dB και φίλτρο στα 8 και τα 12KHz (που είναι πρώτης τάξης, ώστε να δένει φασικά με το υπόλοιπο ηχείο και να “κατεβαίνει” η μαγική περιγραφή του προς την πολύ κρίσιμη οκτάβα 5-10KHz). Η δική μου ρύθμιση ήταν στα 0dB/12KHz, με το Sopranino τοποθετημένο λίγα εκατοστά πίσω από την πρόσοψη του Μ1.
Μια πολύ σύντομη δοκιμή
Δεν υπάρχουν και πολλά πράγματα να “προσέξεις” ή να συνηθίσεις στο Μ1 κι αυτό είναι πολύ καλό και προφανές εξαρχής. Έχουμε μια τελείως flat απόκριση συχνοτήτων σε όλες τις μεσαίες συχνότητες, το χαμηλό πάει ικανοποιητικά βαθιά για το μέγεθος του ηχείου χωρίς να καταφεύγει σε τρικ με φουσκωμένο upper bass και τα ανώτερα πρίμα ακούγονται εξαιρετικά λεπτομερή και ήπια. Το τελευταίο δεν (πρέπει να) αλλάζει με την προσθήκη του Sopranino, που προσθέτει σε έκταση και αρμονικό πλούτο χωρίς να ξεχωρίζει στη “μίξη”. Η τονική ισορροπία που μένει στο αυτί είναι απόλυτα τίμια και ταυτόχρονα πολύ άνετη για παρακολούθηση μουσικής, αφού δεν υπάρχει καμία έλλειψη όγκου χαμηλά ή αέρα ψηλά ενώ τίποτε δεν εξέχει στις μεσαίες για να ενοχλήσει το αυτί του έμπειρου ακροατή. Οι παραμορφώσεις κινούνται πολύ χαμηλά και το ηχείο φλερτάρει έντονα με τα τονικά πρότυπα ισορροπίας του ηλεκτροστατικού ήχου. Σε μια γρήγορη ακρόαση θα περιγράφαμε λοιπόν το Μ1 ως ένα καθαρόαιμο μόνιτορ πολύ υψηλών προδιαγραφών, με κορυφαία ανάλυση, ακρίβεια εστίασης και άψογο έλεγχο όλων των συχνοτήτων.
Προσέχοντας λίγο περισσότερο, όμως, εισπράττει κανείς μερικές πτυχές που είναι αρκετά ασυνήθιστες για τον κόσμο των μόνιτορ και μάλλον κοινότυπες στα ηχεία πάνελ και ανοιχτής μπάφλας. Το ηχείο αυτό λοιπόν δεν ευνοεί την ατάκα σε βάρος της διάρκειας, δεν ομογενοποιεί τις επιμέρους ταχύτητες, δεν “πιέζει” τα περιγράμματα για να εξαναγκάσει τα όργανα στη δική του τεχνητή ροή και δεν αφήνει καμιά υπόνοια ότι η σκηνή συνδέεται με την καμπίνα του στις μεσοχαμηλές ή με τα μεγάφωνα στις μεσοϋψηλές. Τα τυπικά μόνιτορ φροντίζουν μεν να φαίνονται flat και αχρωμάτιστα, αλλά σπάνια ακούγονται ήρεμα στην ατάκα τους, ανοιχτά και ελεύθερα στη ροή τους, βιάζοντας συχνά την απόσβεση των οργάνων και τις μεταβατικές προκειμένου να μένουν όλα “στη θέση τους” με το ζόρι. Με δυο λόγια, δεν ακολουθούν τον φυσικό χρόνο των οργάνων κι έτσι το τίμπρο τους προκύπτει κατεξοχήν άχρωμο παρά αυθεντικό και αχρωμάτιστο. Αυτό δημιουργεί μια ανυπομονησία στον ακροατή, τον φορτώνει με στρες και τον αναγκάζει να προσέξει τα επιμέρους παρά να αφεθεί στη μουσική. Όλα εκείνα τα χαρίσματα δηλαδή που έχει ανάγκη ένας ηχολήπτης στο στούντιο ώστε να εντοπίζει εύκολα τα λάθη χωρίς να κουράζεται (ή να παρασύρεται από τη μουσική) λειτουργούν στο σπίτι ως μπούμεραγκ όταν καθίσεις να χαλαρώσεις και να απολαύσεις τη μουσική της επιλογής σου. Το Mythology είναι πλήρως απαλλαγμένο από τέτοιες νοοτροπίες αναπαραγωγής, “αναπνέοντας” τη μουσική με τρόπο εξαιρετικά φυσικό. Αντίστοιχα, το τίμπρο του είναι μεν παντελώς αχρωμάτιστο (σαφώς δεν απευθύνεται στους οπαδούς της ευφωνικότητας ή των περισσότερο “κορεσμένων” χάρτινων διαφραγμάτων) αλλά διαθέτει έξοχου καθορισμού και ποικιλίας αρμονικό χρώμα που πλησιάζει πολύ την αίσθηση μιας ηλεκτροστατικής μεμβράνης και αποκαλύπτει άνετα την τεχνική και τον ήχο του εκάστοτε καλλιτέχνη. Δεν είναι φυσικά μόνο θέμα νοοτροπίας – ούτε εύκολο! – να πετύχει κανείς τέτοια επίπεδα χρονικής ανάλυσης και μεγάλο μέρος της σχεδίασης του Mythology εκεί είναι αφιερωμένο: όχι μόνο να αποδίδει συνεκτικά τη φάση και το χρονισμό (αυτό άλλωστε το κάνουν περίφημα και τα μόνιτορ, ειδικά εκείνα του BBC) αλλά να έχει αίσθηση real time όπως ένα κορυφαίο μονόδρομο χωρίς καμπίνα (προϋπόθεση για μια τέτοια αίσθηση είναι να παρέχεται πελώρια πληροφορία, ένας μικρός ήχος μπορεί να είναι συνεκτικός χρονικά αλλά ελλείψει πληροφορίας δεν μπορούμε να μιλάμε για real time). Λέγοντας αυτό, δεν έχω βέβαια στο μυαλό μου…fostexάκια αλλά ηχεία όπως τα Quad ESL και τα ομοκεντρικά Ocellia, που είναι reference grade στο time domain αφού συνδυάζουν την απύθμενη πληροφορία στον τόνο με transients που δεν έχουν αντίπαλο. Ναι, το Μ1 μπαίνει σε αυτό το γκρουπ χωρίς πολύ κόπο, τέτοια είναι η διαφορά του από τα συνηθισμένα μόνιτορ, αποτελώντας ό,τι καλύτερο έχω ποτέ ακούσει σε μικρό ηχείο με καμπίνα.
Σύστημα δοκιμής: Thorens TD-160/TP-16 (mod), Gold Note Valore Italian Job/Bobolino, ψηφιακές πηγές Gold Note Koala/Dumbo, Line Magnetic 502CA, ενισχυτές Gold Note S-3 ΙΙ Sign. & Steroid 1 Sign.(mod), Quad Artera, Sansui AU-505 (upgraded), KingRex T20+PSU, ηχεία Ocellia Calliope.30SAG Sign. (main), διάφορα DIY βάσει Fostex, καλώδια ρεύματος & accessories Ringmat Developements, custom ρακ οξιά, φίλτρο Furman AC-210
Enigmacoustics Mythology M1, ηχείο δύο δρόμων–δύο μεγαφώνων με add on super tweeter ESL, ευαισθησία 85dB, αντίσταση 4Ω, διαχείριση ισχύος 150Wpeak, απόκριση 45Hz-20KHz ή 40KHz (με το Sopranino), βάρος 19 κιλά (μόνο του). Τιμή: 16.600€ (πακέτο, με βάση και σούπερ τουίτερ), 1.500€ (βάση), 4.150€ (super tweeter Sopranino). Αντιπρόσωπος: Aurion Image & Sound, τηλ. 210.8088902
Review by Paris Kotsis