Με έδρα το Fairfax της Virginia των Ηνωμένων Πολιτειών και πλέον των 35 χρόνων εμπειρίας και παρουσίας στον χώρο της υψηλής πιστότητας, κυρίως γύρω από τον ‘αστερισμό’ της λυχνίας, οι οικονομολόγοι Dr. William Conrad και Dr. Lewis Johnson συνεχίζουν ακάθεκτοι το έργο τους. Οποιαδήποτε νέα πρότασή τους προκαλεί αίσθηση στον χώρο, μιας που σχεδόν όλες οι δημιουργίες τους τιμώνται με βραβεία, υψηλή κατάταξη στις έντυπες και διαδικτυακές λίστες κάθε έτους και άριστες κριτικές. Με τέτοια επιτυχημένη πορεία και το κυριότερο, σταθερή αξία και ήχο, φαίνεται ότι τιμούν ακατάπαυστα την μουσική απόλαυση και το αυτονόητο, κέρδισαν την εμπιστοσύνη της παγκόσμιας αγοράς.
Aπό την πρώτη επαφή που είχα μαζί της, προ εικοσαετίας, η προσέγγιση μέσω λυχνιών με στόχο την αποκάλυψη του αληθινού και του ωραίου ήταν εμφανής. Σε κέρδιζε γοργά, με τον τρόπο της – με ρεαλισμό σε μεγάλες δόσεις. Το ίδιο, είμαι σίγουρος, έχουν να πουν εκατοντάδες λάτρεις της ηχητικής υπογραφής τους στην χώρα μας. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η σχολή των τεχνοκρατών η όποια παρέμεινε στα τρανζίστορς δεν έχει ισχυρό θεωρητικό υπόβαθρο. Δρόμος τον οποίο ακολούθησε και ακολουθεί παράλληλα η Conrad-Johnson, μιας που μερικά δύσκολα ηχεία αδιαφορούν ακόμη και για τα θηριώδη push-pulls με πλέον των εκατό watt προσφερόμενη ισχύ. Με τους προενισχυτές της όμως, έμπαινες για τα καλά στον ηχόκοσμο της φίρμας. Όσον αφορά το ιδανικό ταίρι – ποιο άλλο από τους τελικούς της – εκεί ξεκλειδώνει το μέγιστο και περνά ατόφιο και το συναίσθημα και τον χαρακτήρα κάθε ηχογράφησης με τρόπο εντυπωσιακό.
Teflon / Vishay Inside Out
Τόσο ο Classic (εισαγωγικό μοντέλο, επικίνδυνος όσο λίγοι σε αληθοφάνεια) όσο και ο ET3 απαιτεί ένα ολόκληρο ράφι του rack σας. Με διαστάσεις 34(π)x48(β)x8.6(υ) εκ. δεν θα ήταν εύλογο να τον στριμώξετε αν και δεν φάνηκε να έχει θέμα με την εκπομπή θερμότητας, όσες ώρες και αν παραμείνει σε χρήση. Η χαρακτηριστική χρυσή πρόσοψή του κάθεται εύκολα δίπλα σε ελίτ υλοποιήσεις.Το πρόβλημα ξεκινά όταν οι υπόλοιπες συσκευές του συστήματός σας δείχνουν άκομψες ή κακόγουστες! Το ποτενσιόμετρο, ελεγχόμενο και από τηλεχειρισμό, διακοπτικό με άριστης ποιότητας αντιστάσεις, έχει τον χαρακτηριστικό ήχο βηματισμού των C-J των τελευταίων ετών, ενώ η ένδειξη στάθμης φιλοξενείται σε μάυρο κυκλικό φόντο και προβάλλεται εις διπλούν (αριστερό/δεξί κανάλι). Επιλογέας και σίγαση (mute) καθώς και on/off, πλέον όλα μέσω διακριτικών πλήκτρων – πουθενά ο κλασσικός μοχλός-διακόπτης των παλαιότερων μοντέλων. Στην έκδοση line χρησιμοποιεί μόνον μια διπλοτρίοδο 6922 ενώ στην line & phono stage συναντάς ακόμη τρεις 12ΑΧ7 (ή δύο 12ΑΧ7 και μία 12AU7 αν επιλέξεις την low gain υλοποίηση). Από εισόδους έχουμε έξι στο σύνολο και τρεις εξόδους, main out, theatre out και epl1.
Η διαφορά τιμής μεταξύ του Special Edition και της απλής έκδοσης έχει να κάνει φυσικά με την επιλογή των υλικών. Ο SE φορά telfon πυκνωτές οι οποίοι δεν κυκλοφορούν στο εμπόριο και φέρουν τον τίτλο CJD Design χωρητικότητας .15uf, σε σύμπραξη με προπυλενίου των 4.0uF. Πολύ υψηλότερο το κόστος. Σε σημεία όπου θεωρούνται ‘critical’, η Conrad-Johnson επιλέγει και τις φημισμένες Vishay metal film αντιστάσεις. Αυτή η αναβάθμιση αντικατοπτρίζεται στον ήχο ως ανώτερη ροή, λεπτομέρεια υφής καθώς και ανάλυση. Στην απλή έκδοση, ο ήχος διαθέτει περισσότερη θέρμη και πλησιάζει πιο κοντά στα μεγάλα μοντέλα της δεκαετίας του ’90. Το πέναλτι στην περίπτωση του ‘απλού’ έχει να κάνει καθαρά με αυτές τις -αρκετές- παραμέτρους σε άλλωτε μικρότερες, άλλωτε μεγαλύτερες δόσεις, καθώς και με την έκταση και τις δυναμικές του. Θα τολμούσα να πω πως έχει να κάνει και με το προσωπικό γούστο αλλά και με το συνολικό επιθυμητό αποτέλεσμα στο εκάστοτε σύστημα. Πάντως, με τον SE δεν θα διαπιστώσετε εκπτώσεις σε σώματα, ενώ μετρήσιμο είναι και το κέρδος σε διαφάνεια. Προσωπικά με τα ηχεία/πηγή/τελικούς push-pull όπου διαθέτω, θα επέλεγα στα σίγουρα τον special edition. Σημαντικό να συμπληρώσω πως τα συμπεράσματα δεν πρέπει να είναι βιαστικά τις πρώτες μέρες λειτουργίας του. Όπου υπάρχουν teflon πυκνωτές απαιτούνται πλέον των τετρακοσίων(!) ωρών μέχρι να στρώσουν. Στην συνέχεια ο προενισχυτής αλλάζει κυριολεκτικά πρόσωπο, αποκτά ανάστημα και ‘ανοίγει’ την σκηνή σε βαθμό όπου δεν υποπτεύεστε.
Ηχητικός Πλούτος
Το πρώτο cd που πέρασε την πόρτα των ψηφιακών της Esoteric ήταν το εξαίρετο, τόσο ως παραγωγή όσο και ως μουσική, Romero “Duende”. Εδώ, η πρώτη φράση όπου έρχεται στο νου ήταν “ηχητικός πλούτος”. Κατά την οδήγηση του solid-state Premier 350SA ομολογώ πως δεν περίμενα αυτή την χορταστική εικόνα. Μια εικόνα άκρως ρεαλιστική σε διαστάσεις, ένα άκουσμα που θύμιζε εντονότατα τους κορυφαίους προγενέστερους προ/τελικούς, εκείνους όπου έχτισαν το όνομα της εταιρίας και βασίζονταν στις λυχνίες 6550C, υπό την διεύθυνση μιας σοβαρής αναλογικής πηγής. Μιλάμε για μουσική αναπαραγωγή με εντυπωσιακό ύψος και ‘ματ’ υφή, ενώ μια ελάχιστη εγκράτεια στην υγρότητα και φωτεινότητα της μεσαίας περιοχής από την φύση του, σε αφήνει να επιλέξεις ακόμη και ψηφιακά ή καλώδια όπου αλλού ακούγονται ‘εκτός κλίματος’ ενώ εδώ τα πάνε μια χαρά.
Η μεσαία περιοχή είναι αυτή που δέχεται με τον πιο εμφανή τρόπο την καταλυτική επίδραση του λυχνιακού προενισχυτή. Φωνές και όργανα γεμίζουν τρισδιάστατα την περιοχή ανάμεσα στα ηχεία ενώ η εικόνα δραπετεύει με χαρακτηριστική ευκολία έξω από αυτά. Οι μικρές και πολύτιμες για την δομή της κάθε ηχογράφησης λεπτομέρειες προκρίνονται άνετα χωρίς να αισθάνεσαι πως κάποια συχνοτικά ρέτζιστρα εξέχουν ή τραβούν την προσοχή. Τόσο τα έγχορδα όσο και τα πνευστά εκτείνονται με αναλογικό τρόπο μέσα στον χώρο των ακροάσεων, με αρμονικό όγκο και γήινο ηχόχρωμα. Εκεί διαπιστώνεις και την σαφέστατη παράθεση των τονικών μεταβολών, καλή αίσθηση ρυθμού, ενώ προσέχοντας τα άκρα, τις πολύ πλούσιες υψηλές χωρίς ίχνος επιθετικότητας.
Η ενδιαφέρουσα πλευρά της υπόθεσης του ET-3 SE, όταν στο tray εισέλθουν ιστορικές ηχογραφήσεις κλασσικής μουσικής, είναι πως αφήνει μια αίσθηση λιγότερο αναλυτική και περισσότερο σωματώδη σε όλο το φάσμα. Οι αποστάσεις των μουσικών, όμως, παραμένουν μεγάλες όπως και οι διαστάσεις των ακουστικών οργάνων – πειστικότατες με καθαρή περιγραφή. Σε καμία περίπτωση δεν αισθάνθηκα πως έλλειπε ο ‘αέρας’ ή οι αντηχήσεις της αίθουσας. Η διάρκεια στο τέλος κάθε μουσικής φράσης σε πλάσαρε σωστά στην επόμενη και ο προενισχυτής δεν φάνηκε να σταματά βιαστικά ή να επιβάλλει αφύσικη πορεία στα περάσματα. Δεν διαπίστωσα ‘μηχανικές’ κινήσεις. Το θεωρώ επίτευγμα λεπτής ισορροπίας και ‘μουσικής παιδείας’ όπου σε αφήνει να απολαύσεις το έργο όπως σου συμβαίνει και στην πραγματικότητα.
Μια ‘vintage’ ηχογράφηση την οποία φέρνω συχνά-πυκνά μαζί μου είναι το Couleur Cafe του Serge Gainsbourg. Οι αντηχήσεις, η φωνή του Serge καθώς και οι δεύτερες γυναικείες φωνές συνθέτουν μια δύσκολη εξίσωση η οποία απαιτεί επίπεδο και κλάση από το σύστημα ώστε να λυθεί χωρίς σφάλματα. Σε single ended τριοδικά ‘χέρια’, το κομμάτι σου φτιάχνει αμέσως την διάθεση με την αμεσότητα των φωνητικών μα και την συνολική έκφραση όπου τιμά την αναπαραγωγή μιας καλής αναλογικής ηχογράφησης. Ο ΕΤ-3 βοηθά σημαντικά στο να πλησιάσεις εκείνο το κλίμα αναφοράς όπου έχω στην ακουστική μου μνήμη. Επιπλέον, οι χαμηλές συχνότητες έχουν πυκνή οργανική δομή και αυτό στο μεταφέρει σχεδόν παντού, είτε διαθέτεις τα Focal Utopia της δοκιμής με μεγάλους τρανζιστοράτους είτε κάποιο μόνιτορ το οποίο οδηγείς με KT/6550-push-pulls.
Τί αρνητικό θα μπορούσα να του προσάψω; Έχοντας κυριολεκτικά ξελογιαστεί στο παρελθόν από τον πιο ‘σκοτεινό’ και εσωτερικό CT6 και προσφάτως από τα δύο του μεγάλα αδέλφια, διαπίστωσα έναν μικρό περιορισμό στον άξονα του σκηνικού βάθους. Λογικό, αν και το βάθος πεδίου ξεπερνά εύκολα πολλούς ανταγωνιστές, έχοντας ως αναφορά τη σύγκριση με τα μεγαλύτερα και πολύ ακριβότερα μοντέλα ένα τέτοιο συμπέρασμα χαρακτηρίζεται ακόμη και κοπλιμέντο. Η υπογραμμισμένη μεσαία του περιοχή, η οποία κλέβει την παράσταση, δασκαλεύει τους τελικούς προσθέτοντας συναίσθημα και πληρότητα. Κάποιοι αντίπαλοι όπου κινούνται στα άνω όρια της κατηγορίας του διαθέτουν ταχύτερες μεταβατικές και ακόμη περισσότερη έκταση στις υψηλές συχνότητες. Αυτός αδιαφορεί και προτιμά να εκφραστεί όπως ξέρει ο δημιουργός του χρόνια τώρα, με ομοιογένεια και μια δόση ‘χρυσής’ ηχοχρωματικής γοητείας, πλουτίζοντας έτσι με αναλογικές χάρες τις όποιες ψηφιακές πηγές.
Ευτυχώς, το γνώριμο απαλό των μεσουψηλών και άνω περιοχών ήταν στην θέση του, το ίδιο και η γνωστή αύρα ‘αθωότητας’ της Conrad-Johnson όπου όσοι γνωρίζουν και εκτιμούν δεν αποχωρίζονται. Με τα εισαγωγικά (κάθε άλλο από ‘εισαγωγικά’ σε ήχο) μοντέλα της, μπορεί να κάνει τον κάθε κάτοχο ενός ικανού συστήματος να νιώθει άνετα συμπληρώνοντας το κομμάτι του puzzle που του έλλειπε. Πολύ περισσότερες και οι ώρες όπου μπορεί να ακολουθεί με ανοικτά αυτιά τα μουσικά δρώμενα. Οι σημερινές προτάσεις επέδειξαν έναν απρόσμενα ώριμο και πιστό στο παρελθόν χαρακτήρα, όντας πιο κοντά στα προγενέστερα κορυφαία μοντέλα παρα την φιλικότερη τιμολόγηση. Εκεί που δεν υπήρξε καμία απολύτως έκπτωση ήταν στην συναισθηματική φόρτιση που σου προκαλεί.
Conrad εναντίων Conrad !
Ως κάτοχος του πρώτου Classic με τις λυχνίες M8080 της General Electric, μια πραγματική υπερευκαιρία στα χρήματα από το 2008 έως και στις μέρες μας, μπήκα στην διαδικασία συγκρίσεων παρέα με την πρόσφατη Mk2 έκδοσή του. Η διαφορά μεταξύ του μικρότερου αδελφού και του ΕΤ-3 SE εστιάζεται κυρίως στην διαφάνεια και ανάλυση -άρα και ευκρίνεια πεδίου- καθώς και στον ακριβέστερο εστιασμό των ειδώλων. Μια αισθητή υπεροχή στον τρόπο με τον οποίο περιέγραψε την υφή των οργάνων είναι εμφανής με τον ΕΤ-3 SΕ, ιδίως όταν οδηγούσε λαμπάτους τελικούς. Από την άλλη ο εισαγωγικός ‘Κλασσικός’ (mk2) επιμένει να προσεγγίζει τα πράγματα με περισσότερο όγκο στις μεσοχαμηλές συχνότητες και μια ιδέα επιπρόσθετο ‘ρετρό χρωματισμό’ σε όλο το φάσμα. Ακούγεται λιγότερο εκτεταμένος στις υψηλές συχνότητες, πάντα σε άμεση σύγκριση, ενώ στα χαμηλά εκεί έχουμε να κάνουμε με λαμπάτο ταλέντο. Ακριβέστερος από την μία ο ΕΤ-3SE και διακριτό το μικρό φουσκωματάκι του Κλασσικού αν και δείχνει να ευνοεί κάποιους προσιτούς τελικούς τάξης Δ ή Α/Β. Όταν αυτοί συμπράττουν, τότε εμφανώς τα σώματα φαντάζουν πλουσιότερα και αν και το ηχείο προτιμά θερμό σύντροφο, τότε το δέσιμο για κάποιους αγγίζει το ιδανικό. Τέλος, η ανωτερότητά του ακριβότερου μοντέλου τόσο σε περιγραφή όσο και σε δυναμικές εξάρσεις φθάνει εύκολα στα αυτιά, παραμένοντας ‘καθώς πρέπει’ σε όλα τα υπόλοιπα γνώριμα της σχολής C-J.
Θα μου επιτραπεί να δηλώσω αμέσως πως η μέχρι τώρα θητεία μου στον ήχο, η (όποια) πείρα όπου απέκτησα μετά από επίμονες δοκιμές, αλλαγές και ίσως σπατάλες καθώς και η αναστροφή μου στον κόσμο της λυχνίας με έχουν πείσει πως η επιλογή προσιτών μοντέλων της Conrad-Johnson, όχι μονάχα σας προστατεύει από σοβαρά λάθη, αλλά στην συνολική σας σκόπευση θα βελτιώσει ακόμη και το ένστικτό σας. Λίγες εταιρίες σήμερα προσφέρουν από γενεά σε γενεά πιστά ‘τον ήχο τους, όντως αναβαθμισμένο‘ , αυτόν που τους έκανε γνωστούς και επιθυμητούς παγκοσμίως. They just sound -still so- right !
Σύστημα δοκιμής: ψηφιακές πηγές Esoteric P-02 & D-02 transport/dac, Bryston BDA-1, τελικοί ενισχυτές Conrad-Johnson Premier 350SA, Classic SE & LP70, Krell [various] ηχεία Focal Maestro Utopia, Proac D18, καλώδια ρεύματος Shunyata Research, Shunyata AC-Condition, interconnects & ηχείων Shunyata Research Cobra SP ΞTRON (speaker & interconnect), Acoustic Zen Silver Ref. Mk2.
Conrad-Johnson ET-3 Special Edition, προενιχυτής λυχνίας με ή χωρίς phono-stage, σχεδίαση/κατασκευή στις ΗΠΑ. Τιμή: ET-3 SE line 3.500,-€ & ΕΤ-3 SE line+phono 5.000,-€ . Κέρδος: 25 dB Μεγ.Έξοδος: 20Vrms, Hum & Noise: 98db , αναστρέφει την φάση.
Demos Dravopoulos
abouthifi@gmail.com