Avalon Eidolon Vision
Το Eidolon αποτελεί μια από τις πλέον κλασικές φιγούρες του hi-end και είναι ίσως το πλέον αναγνωρίσιμο όνομα μοντέλου της αμερικανικής Avalon Acoustics. Πρόκειται για ένα ηχείο τριών δρόμων, τριών μεγαφώνων, με φόρτιση του χαμηλού μέσω bass reflex, με τυπική ευαισθησία 87dB και αντίσταση που κατεβαίνει μέχρι τα 3,6Ω. Είναι το πρώτο στη γκάμα της εταιρίας με γούφερ 11 ιντσών καθώς τα μοντέλα κάτω από αυτό χρησιμοποιούν 7ιντσα και 9ιντσα. Σήμερα παράγεται σε δύο εκδόσεις, τη Vision που παρουσιάζουμε εδώ και την Diamond, με την πιο προφανή διαφορά ανάμεσά τους το τουίτερ από διαμάντι των 19 χιλιοστών, που εκτοξεύει την τιμή του τελευταίου κατά πολλές χιλιάδες ευρώ και την απόκριση από τα 34KHz του Vision στα 100KHz. Οι δύο εκδόσεις δεν διαφέρουν μόνο στην έκταση των πρίμων ή τη διασπορά, έχουν συνολικά διαφορετικό “ζύγισμα” αλλά δεν μπορούμε να πούμε περισσότερα γι’αυτό αν δεν ακούσουμε το Diamond. Το Vision πάντως αναφέρεται πως έχει προέλθει από την εμπλοκή της εταιρίας στο χώρο του στουντιακού ήχου, δίνοντας έμφαση στη δυναμική περιοχή και την τονική ισορροπία σε δυναμικές συνθήκες και πως έχει παραπέρα προσαρμοστεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να ταιριάζει καλύτερα σε ένα τυπικό οικιακό περιβάλλον.
Η πρόσφατη παρουσίαση του βενιαμίν της εταιρίας, του Idea, μας δίνει μια πρώτη… ιδέα για το πως διαφοροποιούνται μεταξύ τους τα Avalon, άποψη που θα εμπλουτίσουμε συν τω χρόνω, μετά την επαφή μας με άλλα μοντέλα της εταιρίας όπως το Indra και το Isis. Πράγματι, το Eidolon Vision είναι πιο ουδέτερο, πιο μόνιτορ αν θέλετε, δίπλα στο Idea και σαφώς πιο αποκαλυπτικό. Aυτό δεν σημαίνει πως προδίδει την περίφημη μουσικότητα που συνοδεύει διαχρονικά τη φήμη όλων των Avalon, όμως για να την αποδώσει θα χρειαστεί ένα πραγματικά αλάνθαστο set up. Μάλιστα, θα προκαλούσα οποιονδήποτε φανατικό οπαδό της μόνιτορ σχολής να εντοπίσει έστω το παραμικρό λάθος/ευφωνικότητα ή απόκρυψη /ωραιοποίηση πληροφορίας στο Vision, ελπίζοντας ταυτόχρονα να είναι αρκετά ειλικιρινής ώστε να παραδεχτεί ότι από το ηχείο αυτό πηγάζει αυθεντική τονική ομορφιά και φυσική γλυκύτητα στις χροιές. Δυστυχώς, πολλοί ακροατές, σε μια προσπάθεια ίσως να μην τους ξεγελάσουν οι “σειρήνες” του hi-end, ταυτίζουν την ουδέτερη απόδοση με τα στεγνά ηχοχρώματα, τη λεπτομέρεια με την επιμονή στην ατάκα και τον έλεγχο με την υπερβολική απόσβεση. Αλλά σε αυτό το χόμπι, όπως άλλωστε και στον έρωτα, η υπερβολική σιγουριά και ασφάλεια σκοτώνουν το συναίσθημα. Είναι ένα πράγμα το να σχεδιάζεις ηχεία με βάση τις συνηθισμένες στατικές μετρήσεις (όπου οι πλέον κρίσιμες παράμετροι μένουν απ’έξω, όπως οι χροιές, η ροή, ο ρυθμός και η αποτύπωση του χώρου) και εντελώς άλλο να τα σχεδιάζεις έτσι ώστε να ακούγονται σαν τη μουσική που αναπαράγουν και όχι να επιβάλλουν το δικό τους μηχανικό τρόπο στις πλέον καλλιτεχνικές πτυχές της αναπαραγωγής. Αυτό είναι με διαφορά και το πιο δύσκολο να γίνει και, προφανώς, δεν αρκούν η φιλοδοξία ή οι καλές προθέσεις του κατασκευαστή. Αντίθετα, απαιτείται πολύ στιβαρή αίσθηση του φυσικού ήχου, βαθιά γνώση της μουσικής και μεγάλη ικανότητα σύνθεσης των αντικρουόμενων απαιτήσεων σε τεχνικό επίπεδο. Θέλουμε, για παράδειγμα, μεγάλη δυναμική περιοχή και ταυτόχρονα την ικανότητα να περνάμε ομαλά από την έκρηξη στον ψίθυρο ή να έχουμε αυτά τα δύο ταυτόχρονα, σε διαφορετικά πλάνα της σκηνής, χωρίς να αλληλεπιδρούν τονικά και χρονικά μεταξύ τους αλλοιώνοντας τις μεταβατικές κ.ο.κ.
Από κοντά
Το Eidolon έχει πιο μικρές διαστάσεις από… τη φήμη που απολαμβάνει, μετρώντας 110x30x43 εκ. (ΥΠΒ). Η οπτική εντύπωση είναι πάντως ισχυρότερη των διαστάσεων χάρη στο σχήμα του ηχείου, που εξυπηρετεί βέβαια ακουστικές σκοπιμότητες. Η καμπίνα είναι έντονα κεκλιμένη εμπρός και πίσω και η πρόσοψη ξεπροβάλλει μέσα από τα πολύ έντονα πρισματοειδή κοψίματα, δίνοντας μια αίσθηση κίνησης στην κατασκευή ενώ διευκολύνει τη διασπορά. Το μεγάλο γούφερ από nomex/kevlar είναι μονταρισμένο λίγο πιο κάτω από τη μέση της καμπίνας και φορτίζεται από σωλήνα/οπή που ακτινοβολεί προς το πάτωμα. Εκεί, σχηματίζεται ένας μικρός θάλαμος συμπίεσης σε σχήμα “U” από τη βάση στήριξης, δηλαδή τη μαύρη προέκταση της καμπίνας προς τα κάτω, με το άνοιγμα του “U” να δείχνει προς τα πίσω. Βέβαια, καθώς το ηχείο θα πατήσει επάνω στους τρεις κώνους που το συνοδεύουν, παίρνει μικρή απόσταση από το έδαφος και η εκτόνωση της οπής μπορεί να περάσει κι εμπρός, ωστόσο αυτό λειτουργεί δευτερογενώς και δεν εντοπίζεται ακουστικά ως πηγή ακτινοβολίας. Στην πράξη, ακούμε το βαθύ χαμηλό να δημιουργείται εκτός ηχείου, καθαρά στο χώρο και όχι από την καμπίνα. Το πολύ μεγάλο βάρος των 68 κιλών είναι ενδεικτικό της αδράνειας της κατασκευής και η απόκριση από τα 26Hz ιδιαίτερα καλή για το μέγεθός του. Σε αρκετή απόσταση από το γούφερ είναι μονταρισμένα τα άλλα δύο μεγάφωνα, το κεραμικό μιντρέιτζ των 3,5 ιντσών και το επίσης κεραμικό τουίτερ της 1 ίντσας, τα οποία προέρχονται από την Eton αλλά μετατρέπονται από την Avalon. Η σύνδεση με τον ενισχυτή γίνεται με δύο βίδες σε πάνελ που βρίσκεται επίσης στην κάτω πλευρά, αθέατο και προς το πίσω μέρος της πατούρας του ηχείου. Το Eidolon Vision, όπως όλα τα Avalon, προτείνεται να παίζει με το πανάκι του, το οποίο φέρει επένδυση από παχύ ηχοαπορροφητικό υλικό γύρω από τις οπές για τα μεγάφωνα. Το ηχείο προτείνεται, τέλος, για ενισχυτές με ισχύ από 50 έως 500W.
Επιδόσεις
Αν και πολύ θα ήθελα να απολαύσω το Eidolon Vision για μερικούς μήνες στο χώρο μου, όπως γίνεται στα μεγάλα περιοδικά των ΗΠΑ, τα συστήματά μου είναι παντελώς ακατάλληλα για ηχεία τέτοιων προδιαγραφών. Ο πιο ισχυρός ενισχυτής της συλλογής μου φθάνει τα 25W και αποτελεί για μένα κάτι σαν υπέρβαση δίπλα στα μονοψήφια watt των υπόλοιπων. Κάναμε λοιπόν την “παραχώρηση” της ακρόασης στο σύστημα πελάτη της αντιπροσωπείας, όπου το ηχείο πλαισιώνεται από ψηφιακή πηγή σε τρία σασί της MSB και οδηγείται από τον στερεοφωνικό τελικό των 200W της ίδιας εταιρίας. Η ακρόση αυτή έγινε τελικά σε δύο φάσεις και δύο χώρους, καθώς μεσολάβησε μια μετακόμιση. Επίσης, παίξαμε με την τροφοδοσία του συστήματος, με και χωρίς φίλτρο.
Σε γενικές γραμμές, το Eidolon Vision αφήνει μια αίσθηση απόλυτης ισορροπίας ανάμεσα στις τρεις περιοχές του φάσματος, διεισδυτικής ανάλυσης και παντελούς έλλειψης χρωματισμών. Ταυτόχρονα, δεν υπάρχει ίχνος καμπίνας στις χαμηλότερες συχνότητες ή “ακουστικής σκιάς” στη διασπορά του, έτσι η αρχική εντύπωση είναι αυτή της εξαιρετικής ανάπλασης του χώρου και της ακρίβειας στην εστίαση. Όλα αυτά είναι στοιχεία που συνδέουμε με κορυφαία μόνιτορ και το Eidolon είναι τέτοιο, όμως διαφοροποιείται στο σημείο ότι ο ήχος του έχει μια ευπρόσδεκτη “κινητική” υπόσταση, λες και αποδίδει περισσότερες μεταβατικές ή, εν πάσει περιπτώσει, λες και τις αποδίδει πιο ελεύθερα, ξεκάθαρα και γρήγορα. Επιπλέον, δεν παρουσιάζει καμία προτίμηση-έφεση ως προς τη δράση που βρίσκεται κοντά στον ακροατή. Είτε μιλάμε για φωνές και έγχορδα στο επίπεδο των ηχείων είτε για τύμπανα και μπάσο μερικά μέτρα πιο πίσω, το Eidolon Vision στήνει την εικόνα του ισοτροπικά και όχι σαν “χωνί” με τα είδωλα να μικραίνουν αφύσικα και να συμπιέζεται ο χώρος τους όσο πιο πίσω βρίσκονται. Έτσι, δεν σε καλεί να προσέξεις επίμονα την ατάκα στα πρώτα πλάνα αλλά παρουσιάζει περίφημα τη συνήχηση των οργάνων και στήνει το σύνολο με εξαιρετική γραμμικότητα, σαν ηλεκτροστατικό. Με αυτό το επίτευγμα, ο ρυθμός ζωντανεύει και αναδεικνύεται η αρμονία της σύνθεσης, συντελώντας έτσι στη δημιουργία μιας αληθινής μουσικής παράστασης και όχι επιμέρους ηχητικών εντυπωσιασμών.
Το μπάσο του ηχείου πάει πολύ βαθιά αλλά δεν είναι φουσκωμένο ή ξερό και βιαστικό. Έχει ελαστικότητα, πεντακάθαρο μέτωπο και σαφή τονικότητα, αγκαλιάζει τις κατώτερες μεσαίες χωρίς να τις καλύπτει και τελικά αποτελεί μια απόλυτα φυσική συνέχεια του φάσματος σε επίπεδο ταχύτητας και παρουσίας. Ένα θέμα που αντιμετωπίσαμε στην πρώτη φάση της ακρόασης ήταν μια μικρή ασυνέχεια-αποχρωματισμό-λέπτυνση στο πέρασμα από τις χαμηλές στις μεσαίες, το οποίο όμως ήταν αρκετό για να περιορίσει αισθητά την όμορφη μουσική ατμόσφαιρα που μπορεί να δώσει. Στη δεύτερη φάση της ακρόασης απομακρύναμε το φίλτρο και το σημείο αυτό εξαφανίστηκε αμέσως, το ηχείο πήρε σώμα και δυναμικές, έγινε πιο πολύχρωμο, ρέον και συναρπαστικό, αλλά χειροτέρεψε αρκετά η ησυχία στα μεσαία και τα πρίμα. Τελικά, επαναφέραμε το φίλτρο αλλά με ανάποδη πολικότητα ως προς την τροφοδοσία του, κάτι που διατήρησε τα καλά κι από τις δύο περιπτώσεις. Με αυτή την αλλαγή, το Eidolon Vision έγινε απόλυτα ξεκάθαρο ως προς το τίμπρο του και απέδειξε ότι δεν χρειάζονται “κόλπα” για να έχεις μια σωστή -βλέπε οργανική και ζεστή- μεσοχαμηλή περιοχή που να φωτίζει και να αναδεικνύει την ηχοχρωματική παλέττα, χωρίς να παχαίνει τον ήχο. Το τίμπρο που εισπράξαμε τελικά δικαιολογεί απόλυτα τη φήμη του μοντέλου. Ενώ δεν υπάρχουν χρωματισμοί και συντονισμοί, τα όργανα περιβάλλονται από μια αεικίνητη, πολύχρωμη αύρα αρμονικών και το σώμα τους είναι διάφανο και φωτεινό, όσο χρειάζεται για να αντιληφθούμε ότι παίζουν στο χώρο και ακτινοβολούν προς όλες τις κατευθύνσεις. Αυτή η διαφάνεια δεν έχει σχέση με την άχρωμη, ασώματη κατάσταση όπου τα όργανα θυμίζουν φαντάσματα στο σεληνόφως. Είναι γήινη, με υπόσταση και παχύ αρμονικό χρώμα και ποτέ δεν λειτουργεί με “σκόπευτρο” ευνοώντας κάποια όργανα εις βάρος των υπολοίπων (κάτι που συνδέεται με χρωματισμούς). Είναι θαυμάσιο να ακούς π.χ τις ταχείες μεταβατικές ενός μικρού πνευστού στο βάθος της σκηνής να ζωγραφίζουν τον αέρα με κρυσταλλινες αρμονικές και πολύ πιο μπροστά από αυτό έναν τραγουδιστή με σάρκα και οστά να πιάνει κορυφώσεις και να κυματίζει τη φωνή του ελεύθερα, χωρίς το ηχείο να στρεσάρεται και να τα μπερδεύει με κανέναν τρόπο. Αν τα αιχμηρά περιγράμματα των μόνιτορ σας φαίνονται αφύσικα και οι πιο μουσικές προτάσεις σας ακούγονται λίγο φλου και ομογενοποιημένες, τότε θα αντιληφθείτε αμέσως ότι το μεγάλο Avalon βαδίζει ακριβώς στη μέση οδό, κάνοντας αλάνθαστο tracking στις πλέον δύσκολες μεταβατικές χωρίς να υπερτονίζει και να στεγνώνει τα περιγράμματα αλλά και χωρίς να κρύβει τη λεπτομέρεια. Παρόμοιο αποτέλεσμα έχω ακούσει μόνο από τριόδους και μονόδρομα με alnico, αλλά όχι με αυτή τη διασπορά και όχι με τόσο χαμηλούς χρωματισμούς ή τέτοια δυναμική περιοχή… Το ερώτημα που τίθεται βέβαια είναι κατά πόσο το Avalon μπορεί να φθάσει σε ελευθερία ροής και έκφρασης ένα τέτοιο μινιμαλιστικό σύστημα (στο οποίο γκρουπ θα συμπεριλαμβάναμε ευχαρίστως και την εξωτική Tidal) αλλά αυτό για να απαντηθεί χρειάζεται πράγματι πολύς χρόνος συμβίωσης και αμέτρητες συγκριτικές ακροάσεις. Κατά τη γνώμη μου, πάντως, οτιδήποτε πιο ελεύθερο από αυτό θα έπαυε να είναι μόνιτορ, με την καλή έννοια. Η Avalon πλησιάζει όσο πιο πολύ γίνεται στην απόλυτη ελευθερία, χωρίς να υποχωρεί στο ελάχιστο σε θέματα ακρίβειας και ουδετερότητας, ενδίδοντας στον… λαϊκισμό.
Ολοκληρώνοντας, με το Eidolon Vision επιβεβαιώνονται αν μη τι άλλο οι εκτιμήσεις μας από την δοκιμή του Idea. Η Avalon πετυχαίνει να δώσει έναν φρέσκο, live ήχο με τριοδικές αρετές στην περιγραφή του τίμπρου, χωρίς να συμβιβάζει τους άλλους τομείς της αναπαραγωγής. Και το κάνει με τη μέγιστη δυνατή ακρίβεια και ειλικρίνεια, ακόμη και σε ένα τόσο φιλόδοξο σχέδιο τριών δρόμων, περισσότερο ίσως από κάθε άλλο κατασκευαστή υπερηχείων. Κι αν το Eidolon μας πέφτει λίγο βαρύ στα χρόνια της κρίσης ακόμη και στην έκδοση Vision, ο Neil Patel έχει αρκετά πιο προσιτά μοντέλα που είναι ικανά να καλύψουν το μέσο σαλόνι και τα οποία, αν κρίνουμε από το εισαγωγικό Idea, έχουν όλα τους το κοινό DNA μιας σχεδιαστικής ιδιοφυΐας που, μέσω της κατάκτησης του τίποτα, απελευθερώνει το όλον. Γιατί βέβαια, είναι εύκολο να ισχυριστεί κάποιος ότι το ηχείο του “δεν προσθέτει και δεν αφαιρεί τίποτα” από τη μουσική, αλλά ο θεός κρύβεται (κι αυτός) στις λεπτομέρειες…
Σύστημα δοκιμής : Ψηφιακή πηγή MSB Platinum Diamond DAC IV, Platinum Data CD IV και Platinum Power Base, τελικός MSB S201, φίλτρο Audience Adept Response, ρακ HRS RXR, καλώδια Transparent Reference XL. Αντιπρόσωπος: Obscure Audio
Avalon Eidolon Vision, ηλεκτροδυναμικά ηχεία τριών δρόμων, κατασκευάζονται στις ΗΠΑ, Κολοράντο. Τιμή: 35.000€
Paris Kotsis